....η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται!

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή, Μαρτίου 18, 2007

Θα δώσω φως!

Σάββατο 29 Ιουλίου 2006

Ήταν Παρασκευή 28 Ιουλίου 2006

Ώρα 8 π.μ.
«Έλα ρε Βασίλη. Δεν σε έριξα! Σου είπα: Θα πάω στην Ζαγορά να δώσω φως κι άμα ξεμπλέξω νωρίς, θα έρθω να σου βάλλω τις καινούργιες μπρίζες......»

Ώρα 12 π.μ.
«Άσε με ρε Βασίλη! Έχω μπλέξει με τα καλώδια. Έχω μπλέξει τα μπούτια μου εδώ πέρα. Έχω και σένα! Ακόμα δεν άρχισα! Δεν ξέρω τι ώρα θα τελειώσω. Άσε με κι εσύ στον πόνο μου».

Ώρα 7 μ.μ.«Δε μ΄αφήνεις ρε Βασίλη κι εσύ κι οι μπρίζες της γυναίκας σου!.....»

Ώρα 8 και
«Κατερίνα, άσε το σκάψιμο και Κοίτα! Ήρθε το φως! Καλορίζικο! Να ζήσετε να το χαρείτε το νέο σπίτι!»

Σήκωσα το κεφάλι, και είδα το πρώτο αναμμένο φως στην νέα οικοδομή που αντικατέστησε το παλιό αγαπημένο σπίτι. Μεγάλη η οικοδομή και στην μεσαία εξωτερική πόρτα, στην καρδιά του νέου και παλιού σπιτιού, ένα μαύρο φαναράκι φώτιζε σα φάρος την αυλή (που ήταν γεμάτη σιδεριές, ξύλα, μπετονιέρες και λουλούδια) και την ψυχή μου. Κουρασμένη, σκούπισα τον ιδρώτα που κυλούσε στο πρόσωπό μου και σήκωσα το κεφάλι ψηλά, να δω. Να δω το φως που μου έδωσε ο Κώστας σήμερα. Άμαθη στο τσαπί, άυπνη, νηστικιά, έτρεμαν ήδη τα πόδια μου απ΄το μεσημέρι. Είδα το φως, τα πόδια μου λύγισαν, ένιωσα να χάνω το δικό μου φως, πράγμα που μου συνέβει κι άλλες φορές απ΄το σκίψιμο και την ένταση και κάθησα κάτω στην πεζούλα να μην πέσω.

Ο Γιώργος ανησύχησε τώρα πιο πολύ. «Σου είπα σταμάτα Κατερίνα! Θα πάθεις τίποτα σήμερα!»

Σε δευτερόλεπτα σήκωσα ξανά το κεφάλι, άνοιξα τα μάτια και το κοίταζα βουβή, σα να μην είχα ξαναδεί αναμμένη λάμπα στη ζωή μου......

«Τι το κοιτάς; Φέρε γλυκά. Δεν θα την βγάλεις έτσι.....»

«Να πάει ένας να πάρει! Ότι θέλετε! Εγώ είμαι μέσ΄ τα χώματα και έχω πιαστεί ολόκληρη. Δε μπορώ να έρθω ούτε μέχρι εκεί να σε φιλήσω, Κώστα!»

«Καλά! Εμείς έχουμε πολλή δουλειά ακόμα. Πρέπει να κάνω και τις συνδέσεις μέσα. Θα τα φάμε όλα τα γλυκά άλλη στιγμή, μαζεμένα! Κάνε δουλειά σου εσύ. Φύτεψε τα λουλούδια σου. Έχει κι άλλο μπετό η αυλή να σπάσετε ακόμα....», είπε ο Κώστας ειρωνικά, μπήκε μέσα και έσβησε το φως, γιατί ήταν μέρα ακόμα.

«Κώστα! Το φως! Μην το σβήνεις! Θέλω να το βλέπω!.....»

Ο Κώστας ξανάναψε το φως και εξαφανίστηκε μέσ΄ το σπίτι.

Εγώ σηκώθηκα, ένιωσα ότι η σύνδεση του ρεύματος πέτυχε και ότι έδωσε και σε μένα ηλεκτρική ενέργεια. Ξεπιάστηκε η μέση μου, δεν πόναγαν πια τα χέρια μου, ούτε έτρεμαν τόσο τα πόδια μου. Πήρα το τσαπί κι συνέχισα με πολύ πάθος, να πετύχω αυτό που ξεκίνησα. Να μεγαλώσω το παρτέρι μου και το έδαφός του να είναι κατάλληλο για τις ρίζες των φυτών μου.Ο Γιώργος με το μηχάνημα έσπαζε το μπετό, εγώ σκάλιζα τα κομμάτια, τα πέταγα, ξεδιάλεγα καθαρό χώμα, ο Γιώργος έφερνε με τα καρότσια καινούργιο χώμα, εγώ το έστρωνα, φύτευα, κι άντε παραπέρα.

«Άντε παραπέρα, άντε λίγο ακόμα Γιώργο, άντε και το φάγαμε το μπετό!»
Πόσα το πλήρωσα αυτό το μπετό που σκέπασε όλη την παλιά αυλή μου κατά λάθος; Πόσα;

«Πεταμένα λεφτά, θα έλεγε η Μάννα.Οικονομία!»
Άκουγα την φωνή της, μα δεν με ένοιαζε. Αρκεί να μη βλέπω μπετό, αντί για λουλούδια. Θέλω να κάθομαι στο σκαλί το πρωί και να βλέπει η ματιά μου το μπλέ της θάλασσας, με φόντο κόκκινα τριαντάφυλλα. Αυτό θέλω και το θέλω πολύ! Θα έδινα και την ζωή μου γι΄αυτό. Και να πέθαινα εκείνη τη στιγμή, θα έβλεπαν την εικόνα που λαχταράω εγώ, ο άντρας μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Ήταν στιγμές που ο κόσμος γύριζε ανάποδα και κόντευα να «φυτευτώ» εγώ στο μεγάλο παρτέρι που άνοιξα, κοίταζα όμως μία το φως, μία τις τριανταφυλλιές και τις ορτανσίες που είχα ήδη φυτέψει και συνέχιζα, συνέχιζα, πέρα απ΄ τα όρια, πέρα απ΄τις δυνάμεις μου. Ιδρώτας πολύς, δάκρυα χαράς ονείρων και ελπίδας, ενώνονταν με το χώμα, με τις ρίζες των λουλουδιών μου, με την ίδια την ψυχή μου!

Ερχόταν μελλοντικές εικόνες στο μυαλό μου, ένα σπίτι, τρία σπίτια μικρά, ενωμένα, με πολλά φώτα να κοιτάζουν προς τα κάτω και γύρω γύρω να είναι περιτυλιγμένο με λουλούδια.

Θα τ΄αγαπήσω αυτό το σπίτι! Θα δεις! Θα τ΄αγαπήσω!

Το φτωχικό σπίτι της Μάννας με δύο ν, άλλαξε πολύ, μα θα καταφέρω να μεταφέρω την ουσία του χθες, που ήταν η «ζεστασιά του» και μια αυλή γεμάτη λουλούδια. Και πολύ κόσμο αγαπημένο μεταξύ τους. Θα το κάνω αυτό το σπίτι να θυμίζει στα παιδιά μου δυο μάνες. Μία με δύο ν και μία με ένα. Να μας αγαπούν και να μας θυμούνται και τις δυο......

Φανταζόμουν τα λουλούδια μου σε λίγα χρόνια να έχουν μεγαλώσει, να καλύψουν τον χώρο και τα γιασεμιά, που θα φυτέψω στα πήλινα αργότερα, να μεγαλώνουν και να φτάνουν στα μπαλκόνια, να μπερδεύουν τα όρια των τριών σπιτιών και να τα κάνουν ένα! Τόσο που να τους πνίγει η μυρουδιά τους, να τους ενώνει και να είναι αγαπημένα τα παιδιά μου και οι οικογένειές τους, για μια ζωή!

Ώρα 10 το βράδυ, τα φώτα ήταν αναμμένα σε όλο το μεσαίο σπίτι. Καθόμουν εξαντλημένη και βρώμικη σταυροπόδι στο μπετό της αυλής και κοίταζα....

Έβλεπα την καινούργια πόρτα και την ασφάλεια της, το παράθυρο με το παντζούρι του, θυμόμουν τα μπλε ναύλον, τα τεχνητά παντζούρια της Μάννας, σύγκρινα το κάθε τι με το χθες, το τώρα και το αύριο.....

«Κατερίνα ακούς; Είσαι καλά; Πάλι ζαλίστηκες; Φεύγουμε! Θα ΄ρθεις; Ή θα μείνεις εδώ; Θα κλειδώσεις καμιά φορά;»

Ο Κώστας με τον φίλο του φόρτωναν ήδη το αυτοκίνητο. Δεν τους είχα δει. Δεν τους είχα προσέξει. Από μπροστά μου πέρασαν τόσες φορές. Εγώ όμως ήμουν «αλλού».

Σηκώθηκα, μπήκα μέσα στο σπίτι, πήρα τα πράγματά μου, έσβησα το φως, το καινούργιο φως, κλείδωσα την καινούργια πόρτα του καινούργιου σπιτιού, για πρώτη φορά στη ζωή μου και πήγα κοντά τους.

Θα τ΄αγαπήσω αυτό το σπίτι! Θα το δεις!

Φτάνοντας στην Περαχώρα, λίγο πριν βγούμε απ΄τα τα σύνορα του χωριού,

«Τι κάνει; Βρέχει; Ε! δεν είμαστε καλά», άκουσα να λέει ο Τριαντάφυλλος στον Κώστα.

Κοιτάξαμε όλοι στο παμπρίζ μπροστά. Υπήρχαν χοντρές σταγόνες νερού, σαν αρχή βροχής. Σκέφτηκα την Μάννα και το μήνυμά της.

«Είναι χαρούμενη η Μάννα σήμερα! τους είπα. Συγκινήθηκε και το ξέρω.

Κοιτάξαμε γύρω μας και δεν έβρεχε.

«Ήταν τοπικό σύννεφο», είπε ο Τριαντάφυλλος.

Τι να του πω και τι να του εξηγήσω; Κοίταζα αυτές τις χοντρές σταγόνες νερού, που παρέμειναν εκεί σε όλο μας το ταξίδι. Ο Κώστας, δεν ξέρω γιατί, δεν άνοιξε υαλοκαθαριστήρα. Μπορεί και τυχαία. Μπορεί και όχι....
Δεν τον ενοχλούσαν άλλωστε. Θα μπορούσα να τις μετρήσω, αλλά εκείνη την στιγμή δεν το σκέφτηκα. Ήταν χοντρές αλλά αραιές και σκόρπιες.

Σαν να μας κατέβρεξε κάποιος που πότιζε τα λουλούδια του. Όμως δεν είχε εκεί κοντά σπίτια.

Σαν να πετούσαν από πάνω μας πολλά πουλιά και μας κατούρησαν όλα μαζί! Αλλά, δεν είδαμε γύρω μας πουλιά.

Ώρα 11.
«Συγνώμη ρε Βασίλη που σου μίλησα απότομα. Μ΄έχεις πάρει εκατό φορές. Τώρα γυρίζουμε. Ήταν πολύ η δουλειά. Τι να σε κάνω; Δεν σου είχα πει ότι πάω να δώσω φως στη Ζαγορά; Είμαι πτώμα. Καληνύχτα! Θα σε πάρω αύριο».

Ώρα 11 και μισή.
«Καληνύχτα Κώστα! Σ΄ευχαριστώ που μου έδωσες φως!», του είπα συγκινημένη και σκεπτόμενη το άλλο «φως της ελπίδας» που μου άναψε μέσα μου, και τελευταίως το είχα χάσει.

Θα τα καταφέρω Μάννα! Θα το δεις. Θα το τελειώσω το σπίτι. Θα δουλέψουμε όλοι τον χειμώνα. Θα το ξεχρεώσουμε το δάνειο. Δεν θα αφήσουμε με τίποτα να μας το πάρει η Τράπεζα! Θα τα καταφέρουμε Μάννα!Στο υπόσχομαι! Μόνο να είμαστε γεροί. Τις αναποδιές φοβάμαι, μα, θα μας βοηθήσει ο Θεός κι Εσύ, να τα καταφέρουμε!

Κατεβαίνοντας απ΄το αυτοκίνητο, δεν μπορούσα να κουνηθώ. Είχαν πιαστεί χέρια, πόδια, μέση, τα πάντα. Ήταν ικανοποιημένη όμως πολύ η ψυχή μου.

ΤΙΤΛΟΙ

Συνολικές προβολές σελίδας