....η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται!

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 13, 2007

Φαντασία και ψυχή στο χαρτί

«Τι κάνεις Ελπίδα μου; Πως περνάς εκεί;»
«Καλά Κυριάκο μου. Εσύ;»
«Εγώ δουλεύω».
«Το ξέρω Κυριάκο μου και νιώθω τύψεις γι’ αυτό. Σύντομα θα σε βοηθήσω πάλι».
«Να μη νιώθεις τύψεις. Να μείνεις εκεί και να περνάς καλά. Εγώ δε θα έρθω σήμερα. Δεν προλαβαίνω. Έχω ποδόσφαιρο και θα είμαι κουρασμένος».
«Να μην έρθεις. Να μείνεις εκεί να ξεκουραστείς. Κι εγώ δεν κάνω δουλειές. Το νέο σπίτι δεν τελειώνει και θέλησα λίγο να γράψω. Να ξεκουραστώ πραγματικά. Ξεκίνησα ένα νέο βιβλίο».
«Μπράβο! Και τι θέμα;»
«Πως νιώθει μια γυναίκα στα 50…»
«Δεν είσαι 50».
«Σε τρία χρόνια θα γίνω. Μέχρι να κυκλοφορήσει το βιβλίο, θα γίνω».
«Τρία χρόνια θα κάνει να βγει;»
«Τι ανησυχείς άντρα μου; Εσύ μ’ έχεις διαβάσει προ πολλού. Δε θα μάθεις τίποτα καινούργιο.»
«Κάτι θα μάθω…»
«Καλά, θα σου δώσω να το διαβάσεις πιο νωρίς, για να μ’ αγαπήσεις πιο πολύ!».
«Πάντα θα σ’ αγαπάω πιο πολύ!»
******************************************
ΠΑΝΤΑ

Πάντα, μια λέξη σφραγίδα μα και τόσο αόριστη.
Πόσο κρατάει ένα «πάντα»;
Λέξη που θρονιάστηκε στην καρέκλα της ζωής μας, τόσο εύκολα και χωρίς μάχες.
Ακούγεται και κυκλοφορεί γύρω μας σα φτερό που το παίρνει ο άνεμος.
Έχω δει πάντα που κρατούν για λίγες στιγμές, μήνες, μέρες ή και χρόνια.
Πάντα που να κρατούν πάντα, δεν έχω δει. Εκτός από κάποια σταθερά, όπως είναι της μάνας για το παιδί, μιας θρησκείας που ζει, μιας φιλίας που άντεξε, μιας αγάπης που θέριεψε. Απ’ αυτά που κρατούν αιώνια, δηλαδή.
Νομίζεις πως πάντα θα υπάρχεις, μα έρχεται ο θάνατος και τελειώνει το πάντα σου.
Νομίζεις ότι θα αγαπάς κάποιον πάντα κι έρχεται ένας άλλος στη ζωή σου κι εκεί τελειώνει. Νομίζεις πως θα θυμάσαι πάντα, μα κάποια στιγμή ξεχνάς.
Νομίζεις πως κρατάς τη νιότη και τη χαρά πάντα, μα κείνη φεύγει.
Καμαρώνεις που είσαι μπουμπούκι σε μια τριανταφυλλιά, ανοίγεις, γίνεσαι τριαντάφυλλο και μετά πάλι, γίνεσαι χώμα.
Πάντα ανακύκλωση ζωής.
Πάντα μόνο θα υπάρχουν τα βράχια, τα βουνά, οι θάλασσες, όλη η πλάση κι αυτό το πάντα πάλι δεν το ξέρεις. Ίσως κι αυτό έχει αρχή και τέλος.
Εγώ ξέρω μόνο τη δική μας την αρχή. Τότε που έψαχνα να βρω δουλειά και σε γνώρισα μέσω ενός κοινού γνωστού και θέλησες να με βοηθήσεις. Και με βοήθησες πιο ουσιαστικά. Μ’ έκανες δική σου για πάντα. Μέσω του έρωτα, του γάμου, της οικογένειας, 27 ολόκληρα χρόνια τώρα. Από τα 20. Τότε που ήρθα να πετάξω στον Βόλο και στη ζωή. Πέταγες κι εσύ και συναντηθήκαμε. Από τότε, μαζί πετάμε. Πότε με βροχές και καταιγίδες, πότε με μπουρίνια, πότε σε μαυρισμένους ουρανούς, μα και συχνά με ηλιόλουστες μέρες και βλέποντας μαζί ανατολές. Πότε κολυμπούσαμε σε ήρεμες λίμνες και θάλασσες, μα συχνά και σε αγριεμένες όπως γίνεται το Χορευτό, όταν πιάνουν τα μελτέμια και οι χειμώνες.
********************************
........................ Αφού μου άρεσες έτσι, δεν το ξαναέκοψες. Σ’ εμένα ήθελες να αρέσεις πάντα. Εμένα ήθελες να κατακτάς σταθερά και πάντα.
Πάντα; Πόσο κρατάει αυτό το πάντα;Πάντα μέχρι τώρα; Πάντα μέχρι τότε; Πάντα μέχρι πριν λίγο καιρό;
«Μη με φιλάς πολύ! Με γρατζουνάς. Γδέρνεις το πρόσωπό μου και με πονάς», σου λέω συχνά τώρα τελευταία.
********************************

.................Τώρα, τώρα χόρεψε το φεγγάρι με τα νερά της θάλασσας στη θέα μας κι ο μικρός με φώναξε να το δω. Η φωτογραφική μηχανή, πάντα πιστή φίλη, πρόθυμη να κλέψει τη σκηνή και τη στιγμή, ήταν μαζί μας. Χόρεψε και αποθανάτισε το φεγγάρι που κι απόψε θα με συντροφεύει στα όνειρά μου. Θα συνεχίσει να δίνει παραστάσεις με τα χρυσαφένια χρώματά του στα νερά της θάλασσας και δεν θα αφήσει την καρδιά μου να χορεύει ξέφρενα σε γοργούς ρυθμούς, όπως κάνει δυο μέρες τώρα, καθώς ξεκίνησε το πανηγύρι.Απόψε θα χορέψει για μένα το φεγγάρι κι η καρδιά θα κοιμηθεί μαζί μου, για να ξεκουραστεί. Αύριο πάλι, θα συνεχίσει εκείνο το «τώρα» που άρχισε πριν μερικές σελίδες κι ήταν αρχή…
Πάμε καρδιά. Έλα φεγγάρι. Φεγγάρι μου μισό.Ξύπνησα με τα ροζ χρώματα της Ανατολής να κολυμπούν στη θάλασσα. Αν κι άργησα να κοιμηθώ, γιατί το μυαλό δούλευε συνέχεια. Αναμνήσεις κι όνειρα έπαιζαν το παιγνίδι της καρέκλας, όποιος προλάβει να καθίσει κι αυτός που μένει χωρίς καρέκλα, να φύγει.
Δεν ξέρω πως έγινε, εκείνος που έφευγε μέχρι το ροζ χρώμα της ανατολής, ήταν ο ύπνος. Κατάφερε να πιάσει καρέκλα όταν το ροζ έγινε μοβ λιλά. Εκεί κοιμήθηκε κι αυτός αφήνοντας την ανατολή να αυτοσχεδιάσει στα νερά της θάλασσας και στο γαλάζιο τ’ ουρανού και να χρωματίσει τα όνειρά του. Άφησε τον ήλιο να ανέβει ψηλά στον σταθερό θρόνο του και να βασιλέψει.Και το φεγγάρι είχε κοιμηθεί μαζί με την Ελπίδα. Την είδε πόσο το θαύμασε όλη νύχτα, ένιωσε να ζαλίζεται ώσπου έκλεψε χρώμα απ’ το θαλασσί της θάλασσας και το 'κανε χάντρα θαλασσιά, να μη το πιάσει μάτι.
Με μάτι κοιμήθηκε το πρωί το φεγγάρι και το βράδυ θα βγει ίσως κουρασμένο. Ίσως απόψε δεν χορέψει στα μαυρισμένα νερά της θάλασσας και προσπαθήσει να χορέψει με τις αποχρώσεις του πράσινου και του βουνού του Πηλίου. Ίσως παίξει με τον Κένταυρο, με τους τουρίστες, με τις φωτιές που το άναψαν οι εμπρηστές και με τις στάχτες που απόμειναν, τους καμένους σκελετούς δέντρων, με τα καμένα κουφάρια ζώων, ακόμα και με τα καμένα όνειρα της Ελπίδας.
Δεν ξέρει. Θα δει πως θα νιώθει μόλις ο ήλιος πάει για ύπνο πίσω απ’ το βουνό κι εκείνο ξέρει πως θα πιάσει καρέκλα για πολλές ώρες πάλι.………
......Εγώ, αν και ο ήλιος έφτασε ψηλότερα και με τυφλώνει αν τον κοιτάξω κατάματα, έπιασα καρέκλα για να γράψω. Πολύ πρωινή σήμερα η συνέχεια αυτής της ανάγκης. Ένα τώρα διαρκείας που θέλει να βγει, γιατί πνίγεται. Κανείς δε μπορεί να το σταματήσει.
«Η πηγή» έλεγε η Σοφή κυρία, «θα βρει τρόπο να βγάλει το νερό της, με όσα βράχια κι αν την φράξεις. Μη τη φοβάσαι!»Το φράγμα έσπασε.Πώς δεν την φοβάμαι Σοφή μου κυρία!
Μια κουβέντα είναι.
Η πηγή ξεσπώντας θα παρασύρει στο πέρασμά της ότι βρει μπροστά της.
Το καθαρό νερό της θα ανακατευτεί με μαύρα χώματα, με κόκκινα χώματα κι ένα θα γίνει.
Αίμα θα γίνει και θα τρομάξεις.
Μαύρο θα γίνει και θα βγουν φαντάσματα.
Πέτρες θα παρασύρει στο πέρασμά του, μικρές και μεγάλες και θα σε χτυπήσει. Ξερά θα παρασύρει μαζί του, αλλά και χλωρά.
Λίπασμα θα τα κάνει όλα, κι όπου βρεθεί θα σπείρει.
Κι αν φτάσουν στη θάλασσα, φυτρώνουν εκεί οι σπόροι;
Ένα θα γίνει με τ’ αλμυρό νερό και θα χαθεί.
Κι αν καταφέρει και σταθεί στην επιφάνεια, ατμός θα γίνει, σύννεφο που θα βρέξει και θα το ρουφήξουν πάλι τα ξερά χώματα γης να ξεδιψάσουν κι όταν χορτάσει θα τα κρύψει πάλι και θα δημιουργήσει μια νέα πηγή, που θα παλέψει κι αυτή με τα εμπόδια των βράχων για να κάνει κύκλο ζωής. Γιατί η ζωή κύκλος είναι και κύκλους κάνει. Κύκλους ανοίγει και κύκλους κλείνει.
Κάτι σαν το τριαντάφυλλο και τη γυναίκα περίπου.Πού είσαι Ελπίδα; Που κρύφτηκες; Βγες πάλι. Μόνες μας είμαστε. Έλα μαζί μου στην καρέκλα, να θυμηθούμε και να γράψουμε, να εξομολογηθούμε και να κλάψουμε.Χωράμε κι οι δυο.
«Η εξομολόγηση γίνεται σε έναν κι όχι σε πολλούς. Να το ξέρεις», μουρμούρισε η ψυχή και κάθισε δίπλα μου.Τ’ άκουσα και της απαντώ.
«Ένας δε φτάνει, όταν έχεις να πεις πολλά. Θα κουραστεί και θα χαθεί. Γι’ αυτό κι εγώ τα λέω σε πολλούς, για να με φτάσει ο αντίλαλος, και να με ξανακούσω εγώ. Για να με βρω πάλι...»
**************************************
Αόρατη

«Θα ήθελα να μπορούσα να γίνομαι αόρατη κάποιες στιγμές!»
Τρεις φορές μέσα σε μια βδομάδα είπα αυτή τη φράση σε διαφορετικά πρόσωπα, για διαφορετικό λόγο.Κι αυτό τώρα μου βγήκε έντονα. Η τελευταία φορά ήταν χθες. Το είπα στο τραπέζι, εκεί που τρώγαμε όλοι μαζί και εγώ τους παρακαλούσα όλους και έναν έναν ξεχωριστά, αφού είδα ότι όλοι μαζί δεν μπορούσαν να μου κάνουν το χατίρι.
«Θα ΄θελα να ήμουν αόρατη και να πήγαινα αυτή τη στιγμή στο πανηγύρι του χωριού μου» τους είπα, μα κανένας δεν συγκινήθηκε να με καταλάβει και να με πάει. Ούτε ένας. Ούτε κι ο μικρός που μου έχει δείξει ότι πιάνει επιθυμίες μου και τις πραγματοποιεί όταν μπορεί.
«Και τι θα δεις; Άνθρωποι χορεύουν, τρώνε, κλαρίνα ακούγονται, κόσμος πάει κι έρχεται. Λες και δεν έχεις ξαναπάει σε πανηγύρι!» είπε κάποιος, δεν παίρνω όρκο αυτή τη στιγμή για ποιος ακριβώς το είπε, γιατί εγώ ήδη είχα πετάξει, είχα γίνει αόρατη και ήμουν ήδη εκεί. Έβλεπα, άκουγα και τραγουδούσα το «Αρμενάκι είμαι κυρά μου, πάρε με…», μέχρι που ήρθε η πραγματικότητα, μέσω της γλώσσας μου και τους απάντησε όλους μαζί, κι ας το είπε ένας.
«Θα θυμόμουν τα παλιά, θα άκουγα τραγούδια που μου θυμίζουν στιγμές, θα έβλεπα γνωστούς που ήμασταν νέοι και γέρασαν κι αυτοί όπως κι εγώ, θα έβλεπα αν δυσκολεύομαι να τους αναγνωρίσω, θα έβλεπα τις οικογένειές τους, θα έβγαζα μια αναμνηστική φωτογραφία με έναν λεβέντη να χορεύει, γιατί δεν το ξέρετε, αλλά οι άντρες του χωριού μου όταν χορεύουν, χορεύουν λεβέντικα εδώ και θα έφευγα γρήγορα. Θα έπαιρνα τη φωτογραφία μαζί μου. Δεν θα σας καθυστερούσα, ούτε ζητάω να καθίσουμε σε τραπέζι….»
«Καλύτερα να μην τους δεις γερασμένους» με διέκοψε η Ζέτα.
«Να τους θυμάσαι νέους και λεβέντες!»
«Μα Ζέτα μου, τις ρυτίδες τους θέλω να δω και τα γκρίζα τους μαλλιά. Να δω αυτή τη χαρτογράφηση της ζωής τους στα πρόσωπά τους. Ειδικά των αντρών, γιατί αυτοί δουλεύουν στα κτήματα κι ο ήλιος χαράζει πιο βαθιές τις ρυτίδες στα πρόσωπα, απ’ ότι στις γυναίκες που ασχολούνται με το σπίτι ή βοηθιούνται απ’ τις κρέμες. Αυτά ακριβώς ήθελα να συναντήσω απόψε Ζέτα μου. Είχα τόσα χρόνια να βρεθώ στο χωριό μου αυτή την εποχή κι ήταν ευκαιρία απόψε. Το θέλω τόσο πολύ! Πάνε 20 χρόνια; Κάπου εκεί».
Αυτό το θυμάμαι. Ο Σταύρος απάντησε:
«Τι 20, τι 21 ρε Ελπίδα; Το ίδιο κάνει. Πας του χρόνου. Που να πάμε τέτοια ώρα; Οι μπυρίτσες και η παρέα με χαλάρωσαν. Μη μας τη χαλάς τώρα!»
«Όχι, βέβαια. Εγώ να σας την χαλάσω; Το ξέχασα κιόλας. Κι εγώ κουρασμένη είμαι απ’ το τρέξιμο της μέρας, που να ντύνομαι τώρα και που να με δουν έτσι με πρόχειρα και κουρασμένη! Το ξέχασα κιόλας!»
Μιλάει η ψυχή ήθελα να του πω, κι όχι η λογική μου, μα θα τη νικήσω εγώ αυτή που δεν με ρωτάει όταν βγαίνει. Γι’ αυτό λοιπόν εγώ θα την αποστομώσω, δεν θα σας ξαναπώ ξανά γι’ αυτό απόψε, θα σας κρύψω το πόσο στεναχωρέθηκα που ούτε ένας ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους που εννοείται ότι με αγαπάνε, δεν μου κάνουν αυτό το χατίρι.
Μα τι ζητάω; Να με συνοδέψει ένας σας ως εκεί, είτε με τα πόδια, είτε με αυτοκίνητο, είτε με τη μηχανή, απ’ όλα έχουμε στην παρέα δόξα τον Θεό, για να ακούσω ένα δυο τραγούδια, όσα προλάβω, ξέρουν εκείνα, ακούγονται κι ενώ θα φεύγουμε και να βγάλω μόνο μια βιαστική φωτογραφία. Έστω και μέσα απ’ το αυτοκίνητο. Να γυρίσουμε σπίτι και ευτυχισμένη που έκλεψα μια στιγμή πανηγυριού του «τώρα», να την περάσω στον υπολογιστή μου κι εκεί με την βοήθεια του μεγενθυτικού φακού, να μεγαλώσω πρόσωπα, να μεγεθύνω ρυτίδες, να προσπαθήσω να αναγνωρίσω πρόσωπα, να θυμηθώ παρελθόν και να ανακαλύψω παρόν. Να δω πρόσωπα άγνωστα και γνωστά, γερόντους που ξέχασα και ζουν, νέους που γέρασαν όπως κι εγώ και νέα βλαστάρια που γεννήθηκαν από φίλους και γνωστούς.Δεν τα είπα. Τα σκέφτηκα όλα αυτά. Τι να τους πω και γιατί να τους την χαλάσω;
Είπα στην Ελπίδα:
"Ελπίδα, μη δείχνεις πόσο στεναχωρέθηκες και άλλαξε την κουβέντα. Ξέρεις εσύ. Σύρε τον χορό της συζήτησης παρακάτω, πάλι πρώτη εσύ. Και παρακάτω βάλε θέμα συζήτησης τα παιδιά, κι ανάμεσά σας, αντί για μαντήλι, βάλε εκείνη την εφηβεία τους που ήταν δίκοπο μαχαίρι, σαν εκείνο το Κρητικό που σας χάρισαν τελευταία. Με όποιο θέμα θες χόρεψε. Οι άλλοι θα σ’ ακολουθήσουν γιατί είναι νέοι γονείς και τους ενδιαφέρει".
******************************************
.......................................................... Μαζί Κυριάκο μου σε όλα. Και στις φουρτούνες και στα μελτέμια. Απ’ τις φουρτούνες έμαθα να φυλάγομαι, μα τα μελτέμια με φοβίζουν. Είναι εκείνες οι φορές που ξαπλώνω στη θάλασσα και βάζω τα χέρια για μαξιλάρι, που κλείνω τα μάτια γιατί με τυφλώνει ο ήλιος και με καίει, όπως κάποιες αλήθειες που κι αυτές με ενοχλούν και τις ξεφεύγω, κι έρχεται ένας δυνατός αέρας, ένα μελτέμι, ένα κύμα ψηλό, που με γυρίζει ανάποδα, που με εμποδίζει να βγω στη στεριά να σωθώ, που τ’ αρμυρό νερό μου φέρνει βήχα, με σιγοπνίγει κι εγώ με όλες μου τις δυνάμεις και κυρίως με τις δικές σου δυνάμεις, καταφέρνω να βγω και να σωθώ.
Κι εκεί στην άμμο, βρεγμένη και φοβισμένη, με πνίγει το φιλί ζωής που πας να μου δώσεις για να με σώσεις, μα μέσα απ’ το βήχα και τον εμετό, εκεί που το φιλί αρχίζει να μου ξυπνάει τη σάρκα και τις αισθήσεις, εκεί αρχίζω πάλι να ζω, μαζί σου και δίπλα σου πάλι.Σ’ αγκαλιάζω αλλιώτικα πια και κοιτάζω τον ήλιο κατάματα πια, κι ας με κάψει!
Ποιον δεν έκαψαν οι αλήθειες και πόσους δεν λύτρωσαν όμως;
Χαϊδεύω το πρόσωπό σου, τα γκρίζα σου μαλλιά, ψάχνω τις ρυτίδες σου να δω το βάθος τους.
Μα που τις έχεις κρύψει; Δεν φαίνονται όλες, παρόλο που έκοψες το μούσι, αυτό που πάντα λάτρευα από τότε που σε γνώρισα, τίποτα δεν φαίνεται. Εκείνα τα λόγια που εσύ ποτέ δεν ξεστόμισες, που μπόρεσαν και κρύφτηκαν; Ή δεν είχες ποτέ; Δεν μπορεί.Δεν μπορεί να μην θύμωσες μαζί μου κάποια στιγμή για τα χρόνια που σου έκλεψα, για τα νιάτα που μου χάρισες, για την ομορφιά σώματος και ψυχής που μου έδωσες απλόχερα;Να μια ρυτιδούλα. Την είδα. Μην την κρύβεις. Τώρα που έκοψες το μούσι φαίνεται. Είναι κάτω ακριβώς απ’ το μεγάλο και σαρκώδες κάτω χείλος σου. Την είχα αισθανθεί ότι θα ενώνεται εκεί στα όρια του χείλους και της λεπτής κόκκινης γραμμής. Γι’ αυτό τονίζονται τώρα πιο πολύ τα χείλη. Γιατί μπερδεύτηκαν με το πάθος, τη ζωή και τον έρωτα.
Από κει όλα ξεκινούν. Απ’ τα χείλη. Απ’ το πρώτο φιλί. Θυμάσαι τα λευκώματα; «Από τα χείλη ξεκινά, στο σώμα κατεβαίνει, κι αν κατεβεί πιο χαμηλά, σε εννέα μήνες βγαίνει!» Έτσι και από κει βγήκαν τα παιδιά μας, τότε που εγώ ήμουν 20 και συ 23.Τρία χρόνια διαφορά ηλικίας. Πάντα ήθελα ο άντρας που θα αγαπήσω και θα παντρευτώ να με περνάει τουλάχιστον 10 χρόνια. Έλεγαν οι παλιοί πως ο μεγαλύτερος άντρας ξέρει να προσέχει τη γυναίκα. Με το που σε είδα να πετάς, το ξέχασα. Ήταν ένα «πάντα» που κράτησε μέχρι να σε γνωρίσω. Μετά το ξέχασα. Το θυμήθηκα πάλι τώρα. Το τώρα πάλι είναι σχετικό. Όχι τώρα που γράφω ακριβώς, αλλά τότε, εδώ και μήνες ή χρόνο, που έκοψες το μούσι. Ένα τώρα που έγινε τότε. Γίνεται κι αυτό. Τότε είδα ένα καινούργιο πρόσωπο, πιο νέο και πιο όμορφο, μα τόσο άγνωστο σε μένα. Το είχα ξεχάσει, όπως κι εσύ σε κείνη τη γκαρσονιέρα που συζούσαμε πριν παντρευτούμε. Αφού μου άρεσες έτσι, δεν το ξαναέκοψες. Σ’ εμένα ήθελες να αρέσεις πάντα. Εμένα ήθελες να κατακτάς σταθερά και πάντα.
Πάντα; Πόσο κρατάει αυτό το πάντα;Πάντα μέχρι τώρα; Πάντα μέχρι τότε; Πάντα μέχρι πριν λίγο καιρό;
«Μη με φιλάς πολύ! Με γρατζουνάς. Γδέρνεις το πρόσωπό μου και με πονάς», σου λέω συχνά τώρα τελευταία.Εσύ όμως δε μ’ ακούς. Συνεχίζεις να με φιλάς με περισσότερο πάθος από πριν και να με γδέρνεις…Με κοκκινίζεις, μέχρι που με ματώνεις. Με πονάς και σου φωνάζω:
«Σταμάτα. Η Ελπίδα είμαι. Μήπως ονειρεύεσαι κάποιο μπουμπούκι;»
«Εσένα ποθώ, κι εσένα θέλω. Κάθε ώρα και κάθε στιγμή. Πες μου τι μάγια μού ΄χεις κάνει και με κρατάς μαζί σου 30 χρόνια;»
"Πας μπροστά! 27 είναι!"
«Μια ζωή θα είναι. Πάντα θα είναι. Τι μου κάνεις πες μου και νιώθω πάντα μαζί σου σα να είναι η πρώτη φορά; Τι με πότισες;»
«Αγάπη σε πότισα άντρα μου. Σεβασμό, εκτίμηση κι αλήθειες και τίποτα άλλο».
«Μη με φιλάς άλλο για σήμερα. Δεν βλέπεις; Με γρατζουνάς. Με γδέρνεις. Με ματώνεις».
***************************
Άσε με να γύρω στον ώμο σου γιε μου, τώρα που μπορώ.

«Φοβάσαι μάνα; Γι’ αυτό σφίγγεσαι;»
«Η ζωή μου στα χέρια σου γιε μου! Για την δική σου ζωή φοβάμαι. Τον εαυτό σου να προσέχεις. Εγώ φτάνω τα 50. Έζησα! Εσύ δεν πρόλαβες να ζήσεις!
«Προσέχω μάνα και το βλέπεις. Δεν τρέχω. Δεν είμαι χαζός!»
«Προσέχεις γιε μου, δεν αμφιβάλλω. Τους άλλους φοβάμαι και τις κακές στιγμές. Αυτή η μηχανή είναι μεγάλη και τρέχει πολύ. Με φοβίζει...»
«Μη φοβάσαι μάνα! Έχε μου εμπιστοσύνη!»
«Σου έχω γιε μου… Πες μου, σ’ ενοχλώ που γέρνω στον ώμο σου;»
«Όχι μάνα, δεν μ’ ενοχλεί!»
Έγειρα στον ώμο του γιού μου και ήρθαμε στη θάλασσα. Σήμερα είναι ήρεμη, αλλά έξω ξεσπάει ένα μικρό κυματάκι. Δεν είναι επικίνδυνο. Παιχνίδισμα είναι για να μας κρατάει σε εγρήγορση.Στην υπόλοιπη διαδρομή προς το Χορευτό δεν ξαναμίλησα στο γιο μου. Στον οδηγό δεν μιλάνε. Πρέπει να έχει στραμένη την προσοχή του στο τιμόνι.
Γερμένη στον ώμο του, θυμήθηκα μια άλλη διαδρομή με το λεωφορείο από Αθήνα που στο διπλανό μου κάθισμα καθόταν ένα κουρασμένο φανταράκι. Κάποια στιγμή που τον πήρε βαθιά ο ύπνος, έγειρε στον ώμο μου κι εκεί κοιμήθηκε για ώρα. Εγώ έμεινα ασάλευτη, ακόμη και την αναπνοή μου κρατούσα, για να μη διακόψω την ξεκούρασή του. Σκεφτόμουν τον γιο μου στη θέση του και θα ‘θελα η κάθε μάνα που θα βρεθεί δίπλα του, όπως εγώ τώρα, να μην του πει:
«Παιδί μου, μ’ ενοχλείς! Θέλω να διαβάσω, να φωτογραφίσω το ηλιοβασίλεμα, να στείλω μηνύματα με το κινητό μου, τώρα που έχω ελεύθερο χρόνο".
Θυμάμαι είχα συγκινηθεί πολύ. Είχα νιώσει πολύ τρυφερά και στοργικά. Ιερά θα μπορούσα να πω. Μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσα να παρεξηγηθώ απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, ακόμα και απ’ το ίδιο το φανταράκι, μα έδιωξα γρήγορα αυτή τη σκέψη. Οι δικές μου προθέσεις ήταν ιερές κι αυτό μου έφτανε.Το φανταράκι κάποια στιγμή ξύπνησε και τραβήχτηκε απότομα μακριά μου.
«Με συγχωρείτε κυρία, αλλά είμαι πολύ κουρασμένος. Δεν το κατάλαβα. Συγγνώμη!» μου είπε πολύ ντροπαλά.«Δεν πειράζει αγόρι μου! Έχω κι εγώ ένα γιο στην ηλικία σου και θα ‘θελα όταν πάει φανταράκι να βρεθεί στο δρόμο του ένας ώμος για να ξεκουραστεί κι εγώ δεν θα είμαι δίπλα του».
Στην υπόλοιπη διαδρομή μιλήσαμε και μου έδειξε φωτογραφίες απ’ το στρατό γιατί είναι αλεξιπτωτιστής. Μου είπε ότι είναι δύσκολα και κουράζεται πολύ, κι ότι δεν τα λέει όλα στη μαμά του, για να μην την στεναχωρεί.Έτσι θα κάνει και με μένα ο γιος μου; Θα μου κρύβει αλήθειες για να μη με στεναχωρεί;Μετά τον συμβούλεψα να κοιμηθεί, για να μη χάνει χρόνο και φτάνοντας στην πόλη μας να έχει δυνάμεις να χαρεί τους γονείς του, να βγει με τους φίλους του, να διασκεδάσει.Ξανακοιμήθηκε, αλλά ποτέ πάλι τόσο βαθιά και το κατάλαβα απ’ τον έλεγχο που επέβαλλε συχνά στο κεφαλάκι του.
Όταν φτάσαμε στον Βόλο χαιρετηθήκαμε σαν παλιοί γνωστοί, παρόλο που δεν ανταλλάξαμε τηλέφωνα ή ονόματα. Δεν χρειαζόταν άλλωστε.Ήταν ένα φανταράκι κι ήμουν μια μαμά.Οποιοδήποτε φανταράκι και οποιαδήποτε μαμά του κόσμου.
.............................

Αρχή.
Είναι μια αρχή. Μια καινούργια αρχή.Αρχή, γιατί πράγμα; Για ένα νέο βιβλίο; Για μια διαφορετική πλεύση ζωής;Δεν ξέρω. Είναι πάντως μια καινούργια αρχή που ίσως ξεκινάει πάνω και σ’ ένα τέλος.Έτσι είναι. Αυτά τα δυο πάνε μαζί κι είναι κοντά. Πολύ κοντά.Τώρα μόλις έκανα μια αρχή. Τώρα μόλις ξεκίνησα. Τώρα μόλις πέρασε το πρώτο «τώρα» της παραγράφου και πέρασα στο επόμενο τώρα, γιατί το προηγούμενο έγινε πριν, παρελθόν και σε λίγο χθες και προχθές και πάει λέγοντας...Η κάθε γραμμή είναι το «τώρα» μου, η κάθε σκέψη μου είναι στιγμή ζωής και «τώρα» της ζωής μου. Η ζωή μου όλη είναι γεμάτη από εκατομμύρια «τώρα» και «στιγμές», όπως όλων των ανθρώπων άλλωστε.Μια συνεχιζόμενη αλυσίδα «τώρα» αποτελούν την βάση του νέου μου «τώρα» που θα κρατήσει ως το τέλος αυτού του βιβλίου, γιατί απ’ ότι νιώθω, αυτή τη φορά νομίζω πως γράφω τον πρόλογο ενός βιβλίου. Γιατί τώρα πια, μπορώ να ξεχωρίζω τι απ’ αυτά που γράφω είναι για ανάγνωση τρίτων…Πάει ο καιρός της αθωότητας. Πέρασε ανεπιστρεπτί.Καλό αυτό; Κακό ίσως; Μπορεί. Για μένα λίγο δύσκολο, γιατί νιώθω εγκλωβισμένη και τα βιβλία τα θεωρούσα πάντοτε διέξοδο ελευθερίας, όμως, δεν είναι!Εν γνώσει μου λοιπόν, θυμάμαι ότι «πρέπει» να θυμηθώ.Αυτά συμβαίνουν όταν μέσα απ’ τους ήρωες ξεπηδούν αληθινά πρόσωπα και αληθινές ιστορίες.Είναι η πρώτη φορά που ξεκινάω έτσι, στα τυφλά. Χωρίς να ξέρω που θα με βγάλει η ψυχή, γιατί έτσι κι αλλιώς, πάντα αυτή βγαίνει πρώτη και πάντα αυτή επικρατεί.Την έχω κυνηγήσει πολλές φορές, την έχω μαλώσει, την έχω απειλήσει να μη στέκεται εμπόδιο στη φαντασία μου, αλλά εκείνη με νικούσε πάντα μέχρι τώρα.Αυτή τη φορά αφήνω ελεύθερες και τις δυο, φαντασία και ψυχή ή ψυχή και φαντασία κι όποια θέλει ας νικήσει. Όποια έχει μεγαλύτερα κότσια, ας βγει και στο χαρτί.

ΤΙΤΛΟΙ

Συνολικές προβολές σελίδας