....η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται!

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τετάρτη, Ιανουαρίου 24, 2007

Ένα στυλό ρε παιδιά! Να γράψω!

11/6/99 Παρασκευή 18 και 47.....
Είμαι πολύ στενοχωρημένη που δε μπορώ να έχω κόπια απ΄ το ΤRΤ. Θέλω να με δω. Να δω πως φερόμουν. Φαινόταν τόσο το αγρίμι που ένιωθα μέσα μου;Θέλω να δω τι είδε ο κόσμος. Θέλω να δω, πόσο κατάφερα να κρύψω αυτό που αισθανόμουν. Θέλω να δω τον εαυτό μου σε τέτοιες δυνατές στιγμές. Θέλω να δω τον καθρέφτη μου.

Την άλλη φορά με το Μάννα ήμουν κλαυσίγελη. Όταν με είδα με λυπήθηκα. Συμπόνεσα τον ίδιο τον εαυτό μου. Ήταν μεγάλο κατόρθωμα -και τότε για μένα- που δε λιποθύμησα.Αν και ήταν δεύτερη φορά, θα έπρεπε να ένιωθα καλύτερα. Δεν ένιωθα όμως, γιατί το θέμα ήταν πολύ λεπτό. Ήταν αληθινή ιστορία και αφορούσε συγκεκριμένα παιδιά. Αυτό επιδείνωσε πολύ το τρακ μου.

Και είχα προειδοποιήσει τον Σωτήρη να μη με ρωτήσει τίποτα. Θα έλεγα μόνη μου ότι είχα να πω.

15/ 6/99 Ξημ. Τρίτης 1 π.μ.
«Αχ! Χελιδόνι μου, πώς να πετάξεις....» τραγουδούσε ο 15χρονος στο ανοιχτό θέατρο της Ν. Ιωνίας κι εγώ βγήκα με δάκρυα στα μάτια, γρήγορα, γρήγορα. Σκόνταψα σε ένα σκαλοπάτι - κάποιοι ίσως γέλασαν - δεν είδα. Δε μ΄ένοιαζε.

Τσιγάρο. Ένα τσιγάρο ρε παιδιά! Από ποιόν να ζητήσω;
Ντρέπομαι.
Αναπτήρας δεύτερος υπάρχει στη τσάντα μου. Τσιγάρα δε πήρα μαζί μου. Έφυγα βιαστικά. Δεν πειράζει.

Μπροστά μου ένα παγκάκι. Να κάτσω να γράψω.
Όχι. Άσε καλύτερα. Θα με δουν. Έχει πολύ κόσμο εδώ πέρα.

Προχωράω. Τα δάκρυα κυλούν ανεμπόδιστα στο σκοτάδι.
Μετανιώνω.
Γυρίζω πίσω.
Κάθομαι στο παγκάκι.
Ανοίγω την τσάντα μου. Κάποιο χαρτί θα βρω. Δεν υπάρχει περίπτωση. Θα γράψω έστω και χωρίς τσιγάρο. Το έχω ανάγκη. Πνίγομαι.

Ανοίγω την τσάντα. Το ημερολόγιο σπίτι. Η αντζέτα με το στυλό, σπίτι! Έφυγα με άδεια τσάντα! Έτρεξα να πάρω τη Λένα, γιατί είχε πει σε μισή ώρα.Το χέρι ψαχουλεύει στο σκοτάδι.

Βρήκα τετράδιο. Τι χαρά! Τι ανακούφιση! Είναι όμως το τετράδιο της ενημέρωσης του καινούργιου μου βιβλίου, του «Ιστορία που την έγραψαν παιδιά».Δεν πειράζει. Θα γράψω και θα σκίσω το φύλλο.

Ένα στυλό ρε παιδιά! Ένα στυλό! Χθες είχα πέντε στην τσάντα μου! Τους βρήκα πολλούς και τους έβγαλα όλους. Άφησα μόνο έναν στην αντζέτα μου και η αντζέτα έμεινε σπίτι, δίπλα στο τηλέφωνο, να περιμένει ανοιχτή, να γυρίσω.

Είχα μιλήσει σε μια συνάδελφο νωρίτερα. Έκλαιγα όταν της μιλούσα. Δεν το κατάλαβε.

Ένα στυλό βρε παιδιά! Να γράψω!
Κλείνω το φερμουάρ κλαίγοντας. Τόση ατυχία!

"Αχ! Χελιδόνι μου, τα τρένα ΄φύγαν, πες μου που πήγαν....", επιμένει ο τραγουδιστής να φωνάζει στ' αυτιά μου και το μηχανάκι έτρεχε, όσο μπορούσε, όσο άντεχε.Ο αέρας κρύος, η τρίχα ανασηκωμένη, τα δάκρυα να κυλούν στο λαιμό κι ενώ ο τραγουδιστής δεν ακουγόταν πια, τα χείλη ψέλλιζαν «πώς να πετάξεις....σ΄ αυτόν το μαύρο τον ουρανό και πώς να κλάψεις.....
"Αχ! χελιδόνι μου....»
Δε θα ξανασυμβεί αυτό ποτέ. Τα στυλό θα ξαναμπούν στην τσάντα. Ίσως κρεμάσω και έναν στο λαιμό. Ίσως χρειαστεί να γράψω στο σώμα μου, αν δεν έχω χαρτί. Τουλάχιστον αυτό θα το μπορώ. Αρκεί να έχω πάντα στυλό!

Το σώμα μου! Είχε μια πληγή τόοοοσο μεγάλη! Αιμορραγούσε συνέχεια. Σήμερα έβγαλα τη γάζα και είδα το βάθος αυτής της πληγής. Είδα την κασέτα απ΄την συνέντευξη στο ΤRΤ, για το βιβλίο των παιδιών και με λυπήθηκα. Έτρεμα μη στιγματιστεί το παιδί, μη με ρωτήσει ο Σωτήρης κάτι παραπάνω, απ΄ ότι πρέπει και φαινόμουν σα ψάρι έξω απ΄ το νερό.

Η πληγή με κοίταζε κατάματα και έλεγε:«Όπου θα βλέπεις Κατερίνα, θα βλέπεις αλήθεια!» Αυτά τα λόγια είχαν βγει απ΄ το δικό μου στόμα! Ήταν η υπογραφή μου!Πόσο το κατάλαβε ο Σωτήρης και πόσο οι τηλεθεατές, δεν ξέρω.

Έκλεισα νευριασμένη το βίντεο και έτρεξα στον κήπο μου.

Τα λουλούδια μου ξεράθηκαν. Τώρα βοηθούν και τα μάτια μου στο πότισμα. Το δάκρυ μου, το καλύτερο λίπασμα για τις τριανταφυλλιές. Τα λουλούδια μου, ο κήπος μου, ο θόρυβος απ΄ το νερό που τρέχει απ΄ το λάστιχο, βάλσαμο στην ψυχή μου.

Ο κήπος μου! εκεί τρέχω πάντα. Εκεί είναι το καταφύγιό μου όταν πνίγομαι. Στο - πριν- ξερό χώμα του κήπου μου, βούλιαξε το πόδι μου και κατάλαβα ότι τα λουλούδια μου είχαν πια ξεδιψάσει.

Ανέβηκα πάνω. Πόσο άλλωστε θα με κάλυπτε το καταφύγιό μου;

Ο Δημήτρης κοιτάζει τα μάτια μου. Του απαντούν τα χείλη μου:
-Απορώ! Δεν κατάλαβε κανείς σας πόσο πονούσα εκείνη τη στιγμή; Εγώ είδα τον εαυτό μου και τον λυπήθηκα. Εσείς πώς μπορέσατε και κάνατε κριτική όταν γύρισα; Δεν καταλάβατε; Δεν καταλάβατε ούτε εσείς οι άνθρωποί μου;
-Τι να καταλάβουμε; Μια χαρά ήσουν.
-Μια χαρά το λες εσύ αυτό; Δε μαλώνουμε. Σε ρωτάω: Δε με λυπήθηκες;
-Γιατί να σε λυπηθώ;
-Μα δεν έβλεπες την συγκίνηση; Δεν έβλεπες που έκλαιγα και γελούσα μαζί; Δεν έβλεπες πως ένιωθα εγκλωβισμένη;
-Α! Όλα κι όλα. Αν δεν το μπορείς, να μη γράφεις, να μη σε καλούνε.
-Δεν κατάλαβες! Θα γράφω! Όσο ζω, θα γράφω! Δεν μπορεί να μ΄εμποδίσει κανείς, αλλά δεν θα ξαναπάω ποτέ σε κανένα κανάλι. Ποτέ σε κάμερα ξανά.
- Δε μπορείς να τ΄αρνηθείς.
-Μπορώ. Τώρα που είδα το βίντεο, μπορώ! Δεν έχω το δικαίωμα να ξαναφέρω τον εαυτό μου σε τόσο δύσκολη θέση.
-Δε σε καταλαβαίνω. Απ΄ τη μια προκαλείς τα μέσα με τα βιβλία σου και απ΄ την άλλη θέλεις να κρυφτείς; Αποφάσισε. Τι θέλεις τελικά;
-Προκαλώ; Δεν κατάλαβα! Επειδή γράφω βιβλία; Υπάρχει κανένας νόμος για τους συγγραφείς που λέει ότι πρέπει να βγαίνουν στα κανάλια;
-Και πως θα τα διαφημίσεις;
-Από στόμα σε στόμα. Όχι πάντως βγαίνοντας στο παζάρι....
-Δε λες που σε καλούν....
-Τιμή μου που με καλούν. Με συγκινεί που μου δίνουν αξία. Εφόσον όμως δεν το μπορώ, γιατί να μην το σεβαστούν; Γιατί να μη τους το εξηγήσω;
-....Γιατί.... ή θα σε πουν κομπλεξική ή θα πουν ότι καβάλησες το καλάμι. Τέλος πάντων. Αποφάσισε. Τι θέλεις τελικά;
-Ας πουν ότι θέλουν. Όσοι διαβάσουν τα βιβλία μου θα καταλάβουν. Εγώ θέλω μόνο να τους αρέσουν και να τα διαβάζουν. Αυτό θέλω. Τίποτ΄ άλλο.

Να αναπνεύσω! Λίγο αέρα ρε παιδιά. Να αναπνεύσω! Τον αναπνεύσατε όλον εσείς; Εγώ πώς θα ζήσω;

-Καλύτερα να έκλαιγα. Τουλάχιστον θα ήμουν φυσική. Θα κορόιδευαν ίσως, θα μ΄έκριναν αρνητικά, αλλά τουλάχιστον, δε θα μάτωνε η ψυχή. Και σε ρωτώ: Ξέρεις τι είναι να δικαιώνεσαι μετά από τόσο αγώνα; Ξέρεις σε πια ράχη του Πηλίου ξεφύτρωσα σαν το κυκλάμινο και επιβίωσα; Ξέρεις τι περιφρόνηση έχω περάσει μικρή; Ξέρεις τι είναι να σε βλέπουν τώρα χιλιάδες μάτια; Ξέρεις τι είναι να είσαι εκεί, ενώ πρέπει και δεν το μπορείς;
-Τότε γιατί το κάνεις; Μην το κάνεις!
-Για να μην τους προσβάλλω. Για να μη νομίζουν ότι δεν καταδέχομαι. Για να μη πουν ότι καβάλησα καλάμι, που λες κι εσύ.

Ένα στυλό ρε παιδιά! Αυτός τελείωσε. Έχω πολλά να γράψω απόψε.......

Το πρωί ένας συνάδελφος μου είπε:
-Σε παραδέχομαι γι΄ αυτό που είπες κάποτε, ότι «οι συνθήκες της δουλειάς, μας εμπόδισαν να γνωριστούμε σαν άνθρωποι» και πράγματι η δουλειά ήταν αυτή που μ' εμπόδισε να σου τηλεφωνήσω, για να σου πω ευχαριστώ για το βιβλίο της Μάννας που μου έστειλες.
-Δεν πειράζει.... Εγώ ξέρω ποιοι μ΄ αγάπησαν. Δε χρειάζεται να δικαιολογείσαι.

«Θέλω κι εγώ Κυριακές!», είπα το μεσημέρι στον προϊστάμενο. Έχω έξοδα, σου χρωστάω και το δάνειο. Χρειάζομαι Κυριακές.

Δώστε μου Κυριακές ρε παιδιά! Να τις δουλέψω θέλω. Όχι να ξεκουραστώ.......

Η αδελφή μου η Στέλλα, μου είπε:«Όταν μου λένε ότι αξίζω, βάζω τα κλάματα. Όταν μου κάνουν παρατήρηση, νευριάζω. Μου ΄ρχεται να πάρω ψυχοφάρμακα».

«Όχι αδελφούλα μου! Αν και μοιάζουμε, μόνο που εγώ κλαίω και στις δυο περιπτώσεις, δε χρειαζόμαστε ψυχοφάρμακα. Θα κλαίμε όταν το νιώσουμε και θα γελάμε όταν χαιρόμαστε. Αυτές είμαστε. Σε όποιον αρέσουμε. Αυτή θα είναι η θεραπεία μας. Τα ψυχοφάρμακα είναι για άλλους. Εμείς ξέρουμε γιατί κλαίμε. Δε ξεχνάμε από πού ξεκινήσαμε και συγκινούμαστε που μας αξίωσε ο Θεός και φτάσαμε μέχρι εδώ».

Ώρα 2 παρά 10. Και πώς να γράψεις και πώς να κλάψεις και τόσα όνειρα, πες μου που πήγαν....
Αχ! Χελιδόνι μου.....

ΤΙΤΛΟΙ

Συνολικές προβολές σελίδας