....η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται!

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη, Αυγούστου 16, 2007

Η ανάγκη ξύπνησε

Η ανάγκη ξύπνησε

«Καλό ταξίδι, παιδιά! Να προσέχετε στο δρόμο! Και μόλις φτάσετε να μου τηλεφωνήσετε. Να ξέρετε πως εγώ είμαι προληπτική και δεν σκουπίζω, ούτε κάνω δουλειές μέχρι να φτάσετε. Είναι σαν να σας διώχνω και θα έχετε εμπόδια στο δρόμο σας. Τα κρατώ εγώ αυτά, από παλιά», σαν παλιά που είμαι κι εγώ, σκέφτηκα από μέσα μου, αλλά αυτό δεν το είπα. Είπα τόσα πολλά άλλωστε, αυτό ήταν άλλη μεγάλη συζήτηση, που ευχαρίστως θα την έκανα, αν τα παιδιά έμεναν περισσότερο κοντά μου.


Ευχαρίστως θα συζητούσα μαζί τους και κυρίως με την Ζέτα που είναι γυναίκα και θα με καταλάβει περισσότερο, για το πώς νιώθω που μπαίνω στην κλιμακτήριο, πως νιώθω που σε τρία χρόνια θα συναντηθώ με τα πρώτα ήντα, πως νιώθω σαν συνταξιούχα απ’ τα 40, με την κατώτερη σύνταξη του ΙΚΑ απ’ τα 45, μειωμένη λόγω ανήλικων παιδιών, τότε, στα 40!


40! Ήμουν αλήθεια ποτέ 40 χρονών; Τότε που λένε πως η γυναίκα τριαντάφυλλο έχει τεντώσει τα ροδοπέταλά της για να τραβήξει τα βλέμματα απ’ τα γύρω μπουμπούκια, που ακόμη δεν έχουν δείξει καλά καλά, ούτε το χρώμα τους, πόσο μάλλον το άρωμά τους.
Εκεί στα 40, λένε, η γυναίκα τα δίνει όλα και ξέρει τι θέλει και τι ζητά απ’ τη ζωή. Λογικά κι εγώ αφού σύντομα θα συναντήσω τα 50, πέρασα κι από κει. Κι απ’ τα 40, αλλά κι απ’ τα 20 κι απ’ όλα τα στάδια της ζωής ενός τριαντάφυλλου...

...Το θέμα είναι πόσες φορές ένοιωσε αυτό το τριαντάφυλλο την κόψη του μαχαιριού που πήγαιναν να το κόψουν, πότε για να το βάλλουν στο βάζο, να στολίσει ένα σπίτι για λίγες μέρες και μετά να το πετάξουν στα σκουπίδια,
πότε να το τσακίσουν, χωρίς να το κόψουν, γιατί δίπλα τους είδαν ένα πιο όμορφο τριαντάφυλλο και μετάνιωσαν και τ’ άφησαν εκεί, να κρέμεται, να αργοπεθαίνει, μα συνάμα να παλεύει να ζήσει λίγο ακόμα, ρουφώντας τροφή απ’ τα υπόλοιπα γερά κλωνάρια της μάνας τριανταφυλλιάς,
πότε γιατί κάποιος το έκοψε για να το χαρίσει σε κάποιον
ή γιατί κάποιος το έκοψε επειδή τον ενοχλούσε στη θέα, σ’ αυτό που εκείνος ήθελε να βλέπει, ή γιατί δεν καταλάβαινε την αξία του.


Πολλές οι περιπτώσεις. Πολλοί οι λόγοι που κόβεται ένα τριαντάφυλλο. Κάποια στιγμή ένας καλός κηπουρός ξέρει πως ένα περασμένο τριαντάφυλλο, αυτό που δεν έχει να δώσει τίποτα πια στην τριανταφυλλιά, που μόνο βάρος μπορεί να της είναι, πρέπει να κοπεί, για να τινάξει νέο βλαστάρι κι εκεί ένα νέο τριαντάφυλλο να πάρει τη θέση του, να ομορφύνει τον κόσμο.


Ναι, κάπως έτσι λένε πως είναι η γυναίκα, εκεί γύρω στα 40. Κι εγώ αυτά τα 40, δυο μέρες τώρα με την συντροφιά της Ζέτας και του Σταύρου, πολύ τα θυμήθηκα. Και μου κάνει εντύπωση, που ενώ αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο θέμα στη μεγάλη λογοδιάρροια μου, αυτό δεν βγήκε και βγήκαν τόσα άλλα, που νόμιζα πως δεν με απασχολούσαν, πως πέρασαν απαρατήρητα, πως είχαν ξεχαστεί.


Φεύγοντας η Ζέτα κατάλαβα πως είχα χάσει την δωρεάν ψυχανάλυση, γιατί οι τόσες ώρες συζήτηση με μένα και για μένα, ανακάλυψα πως είχα πολύ καιρό να μιλήσω με κάποιον για μένα. Όχι γιατί ζω έξω απ’ τον κόσμο ή δεν συναναστρέφομαι με ανθρώπους, είναι στον άνθρωπο να σου βγάζει πράγματα και η Ζέτα μου έβγαλε πολλά. Συνήθως εγώ τα έβγαζα στο χαρτί, πότε χύμα, πότε τσουβαλάτα, μα κι αυτό τα τελευταία χρόνια το στερήθηκα, γιατί γνώρισα τον μαγευτικό κόσμο του ίντερνετ και των μπλογκ και κάπου εκεί χάθηκα.


Ήρθε λοιπόν η Ζέτα, να την φιλοξενήσω για ένα Σαββατοκύριακο και την έπνιξε ο χειμαρρώδης λόγος μου, ο ποταμός της ζωής μου. Χωρίς αρχή και τέλος. Μπερδεμένα. Όπως έτρεχε η γλώσσα και τσάκιζε λόγια και στιγμές. Ότι συναντούσε μπροστά της. Χαρές, λύπες, όνειρα, απογοητεύσεις, ότι μπορεί να περάσει ο άνθρωπος, μια ζωή 47 χρόνων. Χωρίς τίτλους και υπότιτλους, χωρίς σειρά στις ηλικίες. Εκεί που μιλούσα για τα παιδιά μου, τσουπ ανακατεύονταν στη συζήτηση η Ελπίδα, το κρυμμένο παιδί και οι αναμνήσεις του...


Κάπου εκεί όμως, είδα την Ελπίδα κατάματα και την ένοιωσα για πρώτη φορά, πολύ ώριμη και μεγάλη, μα συνάμα και πολύ φυλακισμένη. Την είχα ξεχάσει στην άκρη, κι αυτή βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει στην Ζέτα και συνάμα να ξυπνήσει εμένα και να μου πει, γράψε τώρα για μένα. Μη σκαλίζεις πάντα το χθες. Υπάρχει το τώρα κι αυτό τρέχει συνέχεια χωρίς εσένα. Αν κοπεί η λεπτή κλωστή που μας κρατάει ακόμα ενωμένες, θα είναι αργά για σένα.


Νομίζω πως με ξύπνησε. Γι’ αυτό απόψε κιόλας, τώρα κιόλας, άρχισα. Άφησα εκείνο το τριαντάφυλλο, το τώρα του, ψυχή και φαντασία, να κάνουν παρέα εδώ και να τα πούμε, να τα πούνε όλοι μαζί. Όλα αυτά μαζί και τα άλλα που θα έρθουν και θα συναντηθούν εδώ, τα ονομάζω παρέα απ’ ανάγκη ζωής κι ακόμα καλύτερα, ανάγκη γραφής.


Παλιά αυτή η παρέα και γνωστή. Συναντιούνται γράμματα, γίνονται πολλές λέξεις, τρέχουν και παίρνουν θέση στη ροή, κι ανάλογα δίνουν νοήματα, ιστορίες, παραμύθια, κραυγές, λύσεις. Ανακατεύονται με εκείνα τα πολύπλοκα τα συναισθήματα, που δεν είναι καθαρά, κι αυτά μπερδεμένα είναι. Ανάκα τα είναι. Ναι. Ο θυμός με την νοσταλγία, η χαρά με τη λύπη, η ελπίδα με την απελπισία, το δάκρυ με το κλάμα, το κατηγορώ με το καταγγέλλω, το συγχωρώ μα δεν ξεχνάω.
Μπέρδεμα σου λέω. Μεγάλο.
Κι άντε να βρεις την άκρη. Την αρχή ή και το τέλος, για να ξαναρχίσεις.

ΤΙΤΛΟΙ

Συνολικές προβολές σελίδας