....η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται!

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη, Αυγούστου 16, 2007

Κι ο διάλογος ψυχανάληση είναι

Κι ο διάλογος ψυχανάλυση είναι


«Μ’ άκουσες Σταύρο εσύ; Να μου τηλεφωνήσετε μόλις φτάσετε», φώναξα πιο δυνατά στον Σταύρο που είχε απομακρυνθεί από μας κουβαλώντας τις βαλίτσες τους.
«Σ’ άκουσα Ελπίδα, σ’ άκουσα! Σ’ ευχαριστούμε για όλα!» επανέλαβε πάλι.
«Αχ! Βρε Ελπίδα, να ήξερες πόσο χάρηκα που σε γνώρισα!» άκουσα την Ζέτα να λέει και την ένιωσα να με σφίγγει για δεύτερη φορά πολύ σφιχτά στην αγκαλιά της.
Την έσφιξα κι εγώ ξανά και συγκινήθηκα.


Ναι, το δάκρυ είχε πάρει το δρόμο του. Γνωστός ο δρόμος…
Έχει χαραχθεί στο πρόσωπο. Δυο τα αυλάκια, κάτι από ρυτίδες με βάθος, απ’ αυτές που χαρτογραφούνται μόνες τους στα πρόσωπα των ανθρώπων που κουβαλούν μια ηλικία και μια ζωή εύκολη η δύσκολη, ανάλογα.
…….
Ανάλογα και το οικονομικό και το κόλλημα, γιατί και αυτό λύνεται με το γνωστό λίφτινγκ. Κάνεις μια πλαστική και εξαφανίζονται όλα. Και τα αυλάκια και οι ρυτίδες και τα χρόνια. Εκείνο που ίσως δεν εξαφανίζεται με τίποτα, είναι οι αναμνήσεις. Αυτές δεν φεύγουν. Κρύβονται εκεί στα βάθη του μυαλού, μέχρι να ξεχυθούν και να σε πνίξουν ή και να σε λυτρώσουν. Ποτέ δεν ξέρεις το αποτέλεσμα, όταν και εαν βγουν από κει. Μπορεί να λυτρώσουν εσένα και να πνίξουν άλλους. Ή και το ανάποδο.


«Εγώ να δεις πόσο χάρηκα, Ζέτα μου! Η γνωριμία μας και οι χαλαρές συζητήσεις μας μου έκαναν πολύ καλό. Νιώθω ότι έκανα ψυχανάλυση, όπως κάνουν κάποιοι πλούσιοι ή κάποιοι άλλοι που λύνουν τις μπερδεμένες σκέψεις τους σε ειδικούς. Αλήθεια! Πολύ με βοήθησες! Σ’ ευχαριστώ! Δεν το ήξερα πως είχα τόση μεγάλη ανάγκη να μ’ ακούσει κάποιος και μάλιστα σε ποικίλα θέματα. Σ’ ευχαριστώ που μ’ άκουσες! Σε ζάλισα να μιλάω για μένα. Συγγνώμη. Δεν το συνηθίζω αυτό. Συνήθως ακούω…» με άκουσα να απολογούμαι στη Ζέτα.


«Ίσα ίσα Ελπίδα! Εγώ βοηθήθηκα πιο πολύ ακούγοντάς σε. Με βρήκα μέσα στις αλήθειες σου και έμαθα πράγματα απ’ τις εμπειρίες σου. Ειδικά στο θέμα των παιδιών, που σύντομα θα βρεθώ κι εγώ απέναντι στην εφηβεία τους. Εγώ σ’ ευχαριστώ και χάρηκα πολύ που σε γνώρισα. Σ’ ευχαριστώ που μ’ άνοιξες την ψυχή σου κι απ’ ότι κατάλαβα είναι πολύ πλούσια».


Η Ζέτα μίλαγε ίσως για πλούτη εμπειριών ζωής, ίσως και ψυχής, αλλά εγώ το πήγα στα πλούτη τα οικονομικά και
«Ότι είχα να σας προσφέρω Ζέτα μου, να ξέρεις πως σας το πρόσφερα με όλη μου την καρδιά!» της είπα και το δάκρυ απ’ το άλλο μάτι ήταν έτοιμο κι αυτό να πάρει το δρόμο του.
«Το ξέρω Ελπίδα μου! Ήταν όλα υπέροχα! Είσαι πολύ ζεστός άνθρωπος! Και να σκεφτείς είχα πει στον Σταύρο, αν πάμε και γνωρίσω τα ξαδέλφια σου και δεν την πάω αυτήν την γυναίκα, να ξέρεις πως αμέσως θα φύγουμε και θα πάμε ξενοδοχείο! Κι εσύ ήσουνα τόσο καλή, που λυπάμαι ειλικρινά που φεύγω!»
«Χαίρομαι Ζέτα μου που σου άρεσα, μα δεν θα χαθούμε! Έτσι κι αλλιώς, συγγενείς είμαστε! Μας δένει το αίμα. Μπορεί να μας χωρίζουν χιλιόμετρα, μα τώρα που γνωριστήκαμε, δεν θα ξαναχαθούμε!»


Αλήθεια είναι. Συγγενείς είμαστε και μάλιστα πολύ κοντινοί. Ο Σταύρος είναι πρώτος ξάδερφος του άντρα μου. Τον ήξερα από φοιτητή. Χαθήκαμε όμως μετά τις σπουδές του, τον γάμο του και την εγκατάσταση του μόνιμα σε άλλη πόλη, πολύ μακριά από μας. Χιλιόμετρα καθυστέρησαν την γνωριμία μου με την γυναίκα του, χιλιόμετρα είναι αυτά που με χωρίζουν για άλλη μια φορά από μια πολύ καλή φίλη. Αυτή είναι και η κατάρα που με κυνηγά από παιδί. Οι περισσότεροι άνθρωποι που μαζί τους θα μπορούσα να πω κάτι παραπάνω και να με καταλάβουν, να ζούνε χιλιόμετρα μακριά.


Μια απ’ τα ίδια, δηλαδή. Απ’ αυτά που είχαμε πάντα. Δηλαδή εμπόδια στην καλή επικοινωνία...


Είναι κι αυτό μια ρυτίδα χαραγμένη στο πρόσωπο, αλλά κάτω απ’ τα χείλη, σαν τις λέξεις που δεν πρόλαβαν να βγουν ποτέ απ’ αυτά, γιατί χάνουν το νόημά τους και μπερδεύονται με τα τυπικά, σε κείνα τα καλώδια του τηλεφώνου ή στην πραγματική απόσταση που δεν θα μπορέσει να λύσει ποτέ το κινητό, κι ας κατάφερε να εξασφαλίσει και εικόνα με τη τεχνολογία σήμερα. Την απόσταση δεν θα μπορέσει ποτέ να την εκμηδενίσει πραγματικά.

ΤΙΤΛΟΙ

Συνολικές προβολές σελίδας