....η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται!

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη, Αυγούστου 16, 2007

Το μούσι

«Οι σαραντάρες» είχε τραγουδήσει με πάθος η αξέχαστη Ρίτα Σακελαρίου «ίσον με δύο εικοσάρες». Αν είναι έτσι, εγώ στα 50 θα είμαι ίσον με δυο 25αρες ή με 5 δεκάρες;
Με 5 παιδιά, γιατί το παιδί βγαίνει πάντα, έστω συχνά από μέσα μου. Νομίζω.
Ή μήπως τώρα βγαίνει η πραγματική πενηντάρα; Αυτή που ήξερε τι είχε και δε θέλει να το χάσει, αυτή που με πράξεις έκανε τον άντρα της να ερωτευθεί ξανά το πεσμένο στήθος της, γιατί μέσα απ’ αυτό θήλασε τα δυο του παιδιά, την συνέχεια του έρωτά τους και της ζωής τους. Που του θύμισε πως εκείνος τα κούρασε ζυμώνοντάς τα και πλάθοντας τα όπως εκείνος ήθελε με τα δυο του στιβαρά χέρια, εκατομμύρια φορές. Δεν φταίει μόνο ο χρόνος που δεν στέκονται και τα δυο στητά στητά να τον προκαλούν, όπως πρώτα, σαν δυο ψηλά βουνά, σαν το Πήλιο και τον Όλυμπο να τα περπατήσει.
Και του είπα: «Μη με φιλάς κι εκεί. Με γδέρνεις!»
«Ναι, και στην κοιλιά με γδέρνεις. Σ’ αυτή που ξεχείλωσε αλλά έθρεψε εκεί μέσα τον σπόρο των παιδιών σου για δεκαοχτώ μήνες, με διαφορά ένα χρόνο, για να δώσει χαρά σε σένα, στους γονείς σου και να ακουστούν γρήγορα τα ονόματά τους, τώρα που είμαι σκλάβα της αγάπης σου, πριν μετανιώσω και δώσω τ’ όνομα της θεάς της ομορφιάς Αφροδίτης στο κορίτσι και στ’ αγόρι τ’ όνομα του Ερμή».
Αυτά μάλλον δεν τα είπα ποτέ με λέξεις, μα νομίζω τα κατάλαβε. Γι’ αυτό έμεινε κοντά μου. Πως αλλιώς;
Υπήρξαν μπουμπούκια και μπουμπούκια γύρω του. Τον προκαλούσαν άσχημα, μα εκείνος δεν τα ζήλεψε ποτέ. Ποτέ δεν θέλησε να τα κόψει. Άλλωστε είχε δημιουργήσει κι αυτός ο ίδιος ένα μπουμπούκι που ήταν η κόρη του και γι’ αυτό καμάρωνε.
Μπουμπούκια άλλα εκτός από μένα, δεν έκοψε.
Εκείνο που έκοψε ήταν μόνο το μούσι του. Αυτό γιατί ρε άντρα μου το έκοψες; Γιατί;
Εδώ σε ρωτάω. Στο νέο μου βιβλίο. Προφορικά δεν θα το ξανακούσεις. Στο υπόσχομαι. Ούτε θα σου μαρτυρήσω ξανά πως με γδέρνεις και με πονάς. Θα το κρατάω μέσα μου, ώσπου να γίνει όπως πρώτα, αν γίνει ποτέ. Αυτό μάλλον ούτε εσύ το ξέρεις ακόμα. Το παλεύεις. Εκεί που σε κοιτάζω με κρυφές ματιές, εκεί που τις νιώθω να μαλακώνουν μεγαλώνοντας, εκεί που δε με γδέρνουν πια, εκεί νιώθω την λεία επαφή στο μάγουλο μου με το μάγουλό σου, εκεί πάλι νιώθω νέα αγκαθάκια που μεγαλώνουν και με τρυπούν. Πολλές φορές δεν μιλάω, μήπως και δε θέλεις να με πονάς και τ’ αφήσεις να μαλακώσουν και μακρύνουν, για μένα. Γιατί σε θέλω έτσι. Όπως σε ήξερα. Αλλά και πάλι σε θέλω. Όπως κι αν είσαι. Κι όμορφος και άσχημος και κουρασμένος και ιδρωμένος και ατημέλητος και ντυμένος με τα καλά σου και με τσουβάλι να κυκλοφορούσες και στομάχια και κοιλιές να εξείχαν, εγώ πάλι θα σε ήθελα. Και δραστήριο και ζωντανό όπως είσαι, μα και ανίκανο ή ανάπηρο και τυφλό, εγώ πάλι θα σε ήθελα και θα σε αγαπούσα και ξέρεις το γιατί.
Γιατί αγαπώ το μέσα σου κι όχι το περιτύλιγμα. Αυτό πάντα έβλεπα και θα βλέπω. Τώρα γιατί πρόσεξα εκείνο το μούσι κι έφερε αναστάτωση στα λιμνάζοντα νερά μας, κυρίως σ’ αυτά που κολυμπώ εγώ, ίσως φταίνε οι αέρηδες, τα γνωστά μελτέμια που έρχονται στη θάλασσα αυτή την εποχή και τα γενέθλια που πλησιάζουν και μου θυμίζουν ότι αναβαίνω ένα σκαλί ακόμα για κείνα τα πενήντα.

ΤΙΤΛΟΙ

Συνολικές προβολές σελίδας