....η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται!

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή, Φεβρουαρίου 18, 2007

Ταξίδι

Δευτέρα 11/5/92
Ώρα Ελλάδος, οκτώ παρά δέκα.
Σούρωπο. Ταξιδεύοντας από Μόναχο για Βιέννη.
........Στην φυσική ομορφιά που είναι πολύ πλούσια, προστέθηκε και η βροχή. Δεν μπορώ πια, παρά μόνο να θαυμάζω το τοπίο. Τα χέρια ψάχνουν μες την τσάντα. Ψάχνουν να βρουν τα δυο άλλα κομμάτια απ' το σώμα μου. Το χαρτί και το μολύβι. Ψάχνουν όπως ο ναρκομανής την δόση του. Μα που είναι; Θα σταματήσει η βροχή και δεν θα προλάβω. Τα βρήκα!
Τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό, δημιουργούν μια εικόνα φανταστική. Ο καλύτερος ζωγράφος, δεν θα μπορούσε να τη ζωγραφίσει. Μια φωτογραφική μηχανή, θα έκρυβε την αλήθεια. Ο καλύτερος συγγραφέας, δεν θα μπορούσε να την περιγράψει. Ο καλύτερος ποιητής θα δυσκολευόταν στην ομοιοκαταληξία. Οποιαδήποτε χείλη δεν θα μπορούσαν ποτέ, ν' αρθρώσουν λέξη. Μόνο τα μάτια. Τα μάτια που ρούφηξαν και το πιο μακρινό σύννεφο και την πιο δειλή, σταγόνα βροχής. Τα μάτια και η ψυχή που βρήκε τη γαλήνη της.
Στρέφω το βλέμμα μου μες το λεωφορείο, να δω αν υπάρχουν άλλοι ρομαντικοί, σαν κι εμένα. Τι βλέπω; Κανείς δεν κοιτάζει έξω; Δηλαδή μόνο τα δικά μου μάτια, είναι μάρτυρας αυτών που είδαν;
Η ατμόσφαιρα στο πούλμαν είναι πολύ ζωντανή. Άλλοι τραγουδούν άλλοι χορεύουν, άλλοι γελούν με κάποια ανέκδοτα. Άλλοι μελαγχολούν και νιώθουν την ανάγκη, να γράψουν....
Το σκοτάδι απλώνεται γύρω κι η νύχτα θα ‘ρθει να κλέψει απ' τα μάτια μου, την άγρια αυτή ομορφιά της φύσης κι είναι τόσο εγωίστρια! Κρατάει όλη αυτή την ομορφιά, μόνο για τα δικά της μάτια...
Κι είναι αλήθεια, τόσο τυχερά! Τα μεγάλα μάτια της νύχτας! “Στα δικά σου μάτια, πόσα κρύβεις νύχτα; Πόσα είδες νύχτα; Πόσα ξέρεις νύχτα; Στα κρυφά σου δίχτυα, πόσα κρύβεις νύχτα;” Πόσα θα δουν ακόμη που εγώ δε μπορώ, ούτε να τα φανταστώ;
“....Πέστε μου, πέστε μου ειλικρινά, μήπως από σας κανένας την είδε πουθενά…” λέει το τραγούδι και όλοι γελούν και χαίρονται, ενώ το λεωφορείο τρέχει να φτάσει στον προορισμό του. Ο οδηγός του φλερτάρει, με τη διαχωριστική άσπρη γραμμή της ασφάλτου, που στα μάτια του φαίνεται ατέλειωτη.
Όλοι διασκεδάζουν, ενώ ο οδηγός δουλεύει και έχει την ευθύνη για τη ζωή τόσων ανθρώπων, που αποκλειστικά κρέμονται στα χέρια του. Σίγουρα έχει και τις δικές του προσωπικές αγωνίες και τα δικά του προβλήματα. Και πάνω απ' όλα, έχει και τις παρατηρήσεις των άλλων, που δυστυχώς γι’ αυτόν, είναι τόσες πολλές! Κι έρχονται για συμπλήρωμα τα προβλήματα του παλιού λεωφορείου, να τονίσουν την κατάσταση.
-Στάζει, στάζει! φωνάζουν όλοι. Έχει σταλαμίδες!
Κι αυτός μέσα του, σίγουρα λέει:
-Ήταν ανάγκη να βρέξει;
Κοιτάζοντας από ένα παράθυρο, μπορείς να θαυμάσεις τη φύση, να χαλαρώσεις, να σκεφτείς τ' αγαπημένα σου πρόσωπα, ακόμα και να γράψεις!
«Θα το ξεπεράσω, θα το ξεπεράσω, δεν το βάζω κάτω....» και ακούω μέσα μου μια κρυφή φωνή, να σιγοτραγουδάει και μαζί της παρασύρονται τα χείλη μου και η σκέψη μου. Ίσως και η σκέψη του οδηγού και κάποιων άλλων.
Ένα μπουκάλι κρασί που κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι και από στόμα σε στόμα, βοηθάει στο κέφι. Έφτασε και σε μένα. Όχι! Εγώ δεν θα πιω. Δε σιχαίνομαι, αλλά φοβάμαι μη νυστάξω.
«Μια στενοχώρια που έχω απόψε» λέει το ζεμπέκικο και κάποια χέρια, χτυπούν παλαμάκια και κάποιοι χορεύουν. «Άλλος μεθάει από χαρά και άλλος από λύπη...» Σίγουρα ναι!
Στον αντίθετο δρόμο κι άλλα αυτοκίνητα τρέχουν, να φτάσουν και να προσπεράσουν, μια άλλη άσπρη γραμμή. Είναι οι δυο παράλληλοι δρόμοι, που όμως σε κάποιο στενό, θα σμίξουν! Κάτι μαθηματικά αδύνατο αλλά τεχνικά δυνατό. Ακόμη και στην ίδια τη ζωή, θα μπορούσε να γίνει. Με μια παραφωνία στη ζωγραφική, θα μπορούσαν να σμίξουν.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά θα ήθελα αυτή την στιγμή να δω τις δυο παράλληλες να σμίγουν. Ποιος είπε το σοφό, ότι «οι παράλληλοι δεν σμίγουν ποτέ»; Ποιος είπε ότι «ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται;» Και που είναι η προσπάθειά του να το καταφέρει; Γιατί σταμάτησε εκεί την ανακάλυψή του; Γιατί τους έχει καταδικάσει, για πάντα; Ή μήπως ήταν από μόνα τους εκ γενετής καταδικασμένα; Ναι έτσι θα είναι! Μερικά πράγματα είναι απ' την αρχή, απαγορευμένα! Αυτό συμβαίνει συχνά και στους ανθρώπους. Λέω ψέματα; Κάνω λάθος;
Το σκοτάδι απλώνεται πιο πολύ. Τα σύννεφα ξεθύμωσαν και η βροχή σταμάτησε. Κάποιοι κουράστηκαν να στέκονται όρθιοι και κάθισαν στα όχι αναπαυτικά καθίσματα. Το βαρύ τραγούδι λέει: «Όσο υπάρχει ο Θάνατος.... Τα φώτα είναι χαμηλά και γύρω είναι σκοτάδι» και όλοι μελαγχολούν. Κάθονται στις θέσεις τους και σκέφτονται. Όχι! Αυτό το τραγούδι, δεν χορεύεται! Δεν τραγουδιέται! Ακόμη κι ένα τραγούδι, μπορεί ν' αλλάξει την ψυχική διάθεση, κάποιες φορές, όλων.

24/5/92 Κυριακή βράδυ, ώρα έντεκα και τριάντα πέντε.
Όταν ξυπνήσεις από ένα ωραίο όνειρο, όταν τελειώσει μια εκδρομή, τι κάνεις;
Αναπολείς με νοσταλγία το όνειρο που πέρασε; Ζεις με τις αναμνήσεις κοιτάζοντας φωτογραφίες; Ή περιμένεις να ξημερώσει ν' ανοίξεις μόνη σου το παράθυρο αυτό, που οδηγεί στον ήλιο και στη ζωή; Την ζωή που ήταν πάντα ωραία κι εσύ δεν την έβλεπες; Αυτή είναι λοιπόν η ζωή. Όλα τα ωραία έχουν κι ένα τέλος. Ποιος είπε όμως, ότι η καθημερινότητα δεν έχει τις δικές της αξίες τις δικές της χαρές;
Τι είπες; Φταίει το σκηνικό που παραμένει το ίδιο; Αυτό λες είναι η αιτία, που αφήνεις και ξεφεύγουν απαρατήρητες, τόσες σημαντικές, όμορφες, καθημερινές στιγμές; Όχι εαυτούλη μου. Δεν είναι έτσι. Εσύ δεν ήθελες ν' ανοίξεις τα μάτια και να δεις. Η ζωή είναι παντού και πάντα το ίδιο ωραία.
Μπορεί στην καθημερινή ζωή, να μην βρεις τα βιεννέζικα βιολιά, ούτε τη διάθεση εκείνης της νύχτας.
Μπορεί τα μάτια σου να μη ξαναδούν, εκείνο το τοπίο της Αυστρίας και μάλιστα σε συνδυασμό με σούρουπο, καταιγίδα και μουσική και να τρέχεις μ' ένα τρελό φορτηγό, με τα φρένα σπασμένα.
Μπορεί στα ποτάμια που ξέρεις, να μην βρεις τις γόνδολες της Βενετίας και να μην ακούσεις ξανά το βιολί της πλατείας του Σαν Μάρκο.
Μπορεί το ρολόι, οποιασδήποτε εκκλησίας να μην χτυπήσει τόσο γλυκά σαν κι εκείνο.
Μπορεί να μην ξανανιώσεις την ανάγκη να κοιτάξεις ψηλά να το δεις και να το περιμένεις, πότε θα ξαναχτυπήσει.
Μπορεί το μετρό της Βουδαπέστης ν' αργήσεις πολύ να το ξαναδείς και αλίμονο σε κάποιους που περιμένουν να το δουν στην Αθήνα.
Μπορεί την ξενοιασιά σ' ένα άγνωστο κόσμο και την αγωνία ακόμη, για το που θα πας και τι θα δεις, κάτω στον υπόγειο της Βουδαπέστης να μην την ξαναζήσεις.
Ίσως το λούνα παρκ της Ουγγαρίας, που σ' έκανε να γίνεσαι κι εσύ παιδί και να χάνεις την αίσθηση του χρόνου, να είναι πολύ μακριά σου. Ο Ζωολογικός κήπος της Βουδαπέστης, εκείνος ο άλλος κόσμος, ο τόσο δεμένος στη φύση του, δεν θα μπορέσεις να τον περιγράψεις, ούτε να τον ξαναδείς.
Η γέφυρα των αναστεναγμών, έμεινε εκεί να σε περιμένει, μαζί με ένα κέρμα, με έναν αναστεναγμό. Κουβαλάς μαζί σου μόνο την ανάμνηση και την ελπίδα, ότι ίσως εκείνη η ευχή κάποτε πραγματοποιηθεί. Και η άλλη η ευχή με το κέρμα, στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου στην Βουδαπέστη, που έπεσε με την πρώτη και σημαίνει πως θα ξαναπάς.
Το καμπαρέ του ξενοδοχείου VOLGA, με την πανέμορφη στριπτιζέτ και το γενικά ερωτικό περιβάλλον, εκείνης της βραδιάς, σ' έκαναν να θυμηθείς ότι είσαι γυναίκα. Έμεινε τυπωμένο σε κάποιες φωτογραφίες και στη μνήμη σου.
Ο σταθμός του Μονάχου εκεί που τα τραίνα όλου του κόσμου σμίγουν, αν και έφυγες εσύ, δεν έμεινε μόνο του. Ο τρελός του σταθμού ίσως κάθεται ακόμη, σ' εκείνο το σκαλοπάτι και βγάζει ακόμη την γλώσσα του. Ίσως να υπάρχουν κι άλλοι, που φοβούνται τις ηλεκτρικές σκάλες και αναγκαστούν να περάσουν δίπλα του.
Το συνάλλαγμα από σύνορα σε σύνορα και από τράπεζα σε τράπεζα, θ' αργήσει να σε ξαν' απασχολήσει.
Κι η εκκλησία εκείνη του χωριού, η Καθολική, που έψαχνες να βρεις πόρτα για να μπεις μέσα, ν' ανάψεις το κερί σου, σίγουρα ενώ εσύ έφυγες, εκείνη άνοιξε!
Το κομπιουτεράκι που χωρίς αυτό, δεν άνοιγες το πορτοφόλι, δεν θα το κουβαλάς πια στην τσάντα σου. Θα σε περιμένει ένα άλλο, κάθε μέρα στο γραφείο σου, για κάποια άλλα νούμερα και υπολογισμούς.
Τα φαγητά, οι σούπες, τα πρωινά με μακαρόνια με γλυκό, το νερό που το χρυσοπλήρωνες κι αντί γι’ αυτό έπινες σόδα, έμεινε μια αγανάκτηση, μαζί με την ανάμνηση.
Τώρα πια, ξέρεις ότι ένα μικρό πιάτο σαλάτας, από ένα μεγάλο ανεξαρτήτου ποσότητας, έχει διαφορά τιμής.
Το παλάτι της πριγκίπισσας Σίσυ, πώς να το ξεχάσεις όταν πλήρωσες για κάρτες, τέσσερις χιλιάδες, Ελληνικές δραχμές;
Το ασανσέρ που έτρεχε, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, να σ' ανεβάσει ψηλά στον πύργο και συ κοίταζες, μια το καντράν, μια τα σύρματα και μια τα μάτια των γύρων σου, ξεχνιέται;
Το καράβι του γυρισμού, με τις πολυτελείς καμπίνες του;
Ο δωδεκάωρος ύπνος σου και μετά το κέφι στη ντίσκο;
Τα τραγούδια, η παρέα και η διάθεση να χορέψεις και να τα σπάσεις όλα, έμεινε και μένει καταπιεσμένη ακόμη. Τη θυμάσαι όμως!
Το Σαν Μάρκο, με τα φτηνά μαγαζάκια του, η διάθεση για δώρα, μα το χρήμα λίγο και όταν ξαφνικά διαπίστωσες, ότι έχασες την τσάντα σου; Η αγωνία, η προσευχή, το κλάμα και μετά η ανακούφιση που την βρήκες; Θυμάσαι;
Θυμάσαι που αγόρασες καινούργια τσάντα και την άλλη που σε πρόδωσε, την πέταξες εκεί.... στο μέρος που σ' έκανε να κλαις; Έβγαλες φωτογραφία το μέρος, για να θυμάσαι την μεγάλη λαχτάρα που πέρασες.
Το πρωτοφανές τρέμουλο της υπερκόπωσης και του πόνου, απ' το φορτίο της εκδρομής, το τελευταίο βράδυ στην Βενετία, ξεχνιέται; Ξεπεράστηκε όμως, μπρος τη λαχτάρα της νυχτερινής βόλτας, στην πλατεία του Σαν Μάρκο. Ξεπεράστηκε εκεί κοντά στις γόνδολες, στη γέφυρα των αναστεναγμών, στο βιολί του τραγουδιστή, κοιτάζοντας τα δυο ανθρωπάκια, ψηλά στο καμπαναριό και συζητώντας με μια συνάδελφο, για την νοσταλγία και την έλλειψη του άντρα σου και των παιδιών σου και κάποια άλλη, που δεν θα μπορείς να την έχεις, όσο γρήγορα κι αν γυρίσεις...
Ναι! Ήταν όλα φανταστικά! Μπορεί όλα αυτά, να μην τα ξαναδώ! Μπορεί να μη τα ξαναζήσω, μα κατάλαβα πως η ζωή είναι ωραία, αρκεί να της δώσεις την ευκαιρία.
Μήπως όμως κάτι σου έλλειπε σε όλα αυτά; Παραδέξου το. Ναι! Έλλειπε το αλάτι... Η οικογένειά μου! Αυτό το ταξίδι ήταν για μένα μια εμπειρία και μια διαπίστωση, ότι η ζωή συνεχίζεται κι ότι έχει πολλά να σου προσφέρει, αν το θελήσεις. Δεν πρέπει όμως αυτές τις στιγμές, να τις ζει κανείς μόνος του. Γιατί τότε αντί για χαρά, γίνονται λύπη, πόνος μελαγχολία, παράπονο. Ίσως αυτή η μελαγχολία και το παράπονο έχει μείνει ακόμη, τόσο ζωντανά μέσα μου και θυμάμαι τόσο έντονα, αυτό το ταξίδι. Γιατί στο βάθος θα ήθελα να το ζήσω, διαφορετικά. Με τον σύντροφο της ζωής μου. Τον άντρα μου. Τώρα ξέρω. Όταν το παράθυρο της ζωής μου ανοίξει και πάλι, δεν θα φύγω μόνη μου.
Αν ήξερα να ζήσω το σήμερα, δεν θα νοσταλγούσα ποτέ το χθες και δεν θα φοβόμουν ποτέ, το αύριο!

ΤΙΤΛΟΙ

Συνολικές προβολές σελίδας