....η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται!

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή, Φεβρουαρίου 18, 2007

Ώρα μηδέν!

Χειμώνας 86
Δεν είναι καθόλου συμπτωματικό που δίπλα μου υπάρχει ένα χαρτί ένα μολύβι κι ένα αναμμένο τσιγάρο στο τασάκι. Όλα είναι σκηνοθετημένα. Το κάθ' ένα θα παίξει τον ρόλο του. Το τσιγάρο θα ηρεμήσει την σκέψη. Το μολύβι αφού το πιάσει κάποιο χέρι - το δικό μου χέρι, αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή - πάνω σ' αυτό το χαρτί, κάτι θα γράψει. Τι θα γράψει; Θα δούμε. Ούτε εγώ η ίδια το ξέρω. Κάποιοι λένε: « Η νεκροψία θα το δείξει! » Υπομονή λοιπόν κι εσείς κι εγώ. Πιο πολύ εγώ, γιατί κανείς δεν ξέρει, τι ανακάλυψη μπορεί να κάνει κανείς, μέσα απ' τον ίδιο του τον εαυτό, γράφοντας.
Η παράσταση αρχίζει κι έρχεται κάποιος μονόλογος της πρωταγωνίστριας, που ίσως κουράσει και που αυτή τη στιγμή, είμαι εγώ. Ναι! Εγώ!
Αλήθεια! Αν ήξερε αυτό το μολύβι και το χαρτί, πόσο πολύτιμα είναι για μένα! Κι όμως, το ίδιο μολύβι και το ίδιο χαρτί, ήταν κοντά στην μάννα μου πριν λίγο κι όμως δεν της ήταν απαραίτητα, όπως είναι για μένα. Της ήταν άχρηστα, στην κυριολεξία.
Και το «γιατί;».... έρχεται απ' το κοινό, σαν ερώτηση. Μήπως δεν έχει την τάση να γράφει; Μήπως δεν θέλει να ηρεμήσει κάποια τυχόν νεύρα της; Μήπως εκτονώνεται διαφορετικά; Ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο;
Ναι! Αυτό είναι! Το κοινό το βρήκε. Το «γιατί;» βρήκε την σωστή του απάντηση.
-Γιατί δεν ξέρει γράμματα. Γιατί δεν έχει γνώσεις και πώς να γράψει; Αυτοί οι δυο πολέμησαν πριν χρόνια και δεν νίκησε, ούτε η μάνα, ούτε τα γράμματα. Νίκησε η άγνοια. Και πάλι ακούγεται απ' το κοινό, ένα: «Γιατί;»
-Γιατί η ζωή το θέλησε.
-Γιατί δεν της άρεσαν, τα γράμματα;
-Όχι! απαντάει νευριασμένη η πρωταγωνίστρια. Δεν είναι αυτό! και συνεχίζει....
-Γιατί γεννήθηκε, άλλες εποχές. Γιατί είχε την τύχη, να είναι φτωχή. Γιατί δεν είχε την τύχη, να έχει λεφτά και να πάει σχολείο, να μάθει γράμματα σπουδάγματα, του Θεού τα πράγματα. Έπρεπε να δουλέψει, να βγάλει λεφτά. Για να ζήσει. Και πάνω απ' όλα, δεν είχε την τύχη, να έχει την τύχη με το μέρος της.
Εγώ λοιπόν που στάθηκα τυχερή σε όλα αυτά που έζησα σε καλύτερες εποχές, που ξέρω εκείνα του Θεού τα σπουδάγματα.... που ξέρω, πως 1+ 1 = 2 και πως
τ + ο = το, μπορώ να γράψω και ειδικά αυτή τη στιγμή, να σας ζαλίσω.
Ξέρω, όπως σας έλεγα λοιπόν, να γράφω. Και τώρα, ακριβώς αυτή τη στιγμή, το καταλαβαίνω, πως είμαι πράγματι ευτυχισμένη.
Τι ευτυχία Θεέ μου! Να μπορώ να γράψω, να ξεσπάσω σ' ένα χαρτί! Να μαλώσω και ν' αγαπήσω όποιον θέλω. Να δώσω χαρά ή λύπη σε όποιον θέλω. Είδατε που έλεγα, για κάτι ανακαλύψεις του εαυτού μας; Να λοιπόν η δικιά μου ανακάλυψη: Πρέπει να είμαι ευτυχισμένη αφού μπορώ και ξέρω να γράφω κι αφού τόσο μ' αρέσει. Αν δεν ήξερα γράμματα, τι θα γινόταν;
Μήπως άραγε περνούν δίπλα μου, πράγματα σημαντικά και εγώ, δεν τα έχω εντοπίσει και δεν τους έχω δώσει την αξία, που τους αρμόζει; Όπως αυτό που ανακάλυψα πριν λίγο;
Μήπως αφήνω και περνούν δίπλα μου, στιγμές πραγματικής ευτυχίας, που η μελαγχολία και το άγχος της ζωής, τα σκεπάζουν;
Έχω την πολυτέλεια, να κάθομαι σ' ένα αναπαυτικό σαλόνι, που με κόπους απέκτησα κι ακόμη, να κρατώ στα δυο γερά μου χέρια, το στυλό και το χαρτί και τώρα τελευταία και το τσιγάρο που σιγοκαίει.
Τι έγραψα πιο πάνω; Τα «γερά» μου χέρια; Δεύτερη ευτυχία που δεν της είχα δώσει την αξία της. Δεύτερη ανακάλυψη! Τόσο γρήγορα! Αλήθεια! Πώς το ξέχασα; Δίπλα μου, κοντά μου ή και χιλιόμετρα μακριά μου, ζουν κι άλλοι άνθρωποι. Ίσως μερικοί υποφέρουν. Μα τι λέω, ίσως; Σίγουρα κάποιοι υποφέρουν.
Εκείνο το παιδί... το βλέπεις; Πουλάει λουλούδια μες την νύχτα, γιατί κάποιοι το εκμεταλλεύονται.
Εκείνος ο νεαρός στο αναπηρικό καροτσάκι, θα περπατήσει άραγε ποτέ; Θα μπορέσει να τρέξει, να φτάσει την κοπέλα του; Θα μπορέσει να τρέξει όπως τρέχω κι εγώ κι ας.. μη με κυνηγάνε;
Εκείνη η κοπέλα που πήγε για εγχείρηση μήτρας, θα βγει ξανά απ’ αυτή, την μεγάλη πόρτα του Νοσοκομείου και πώς;
Ο παππούλης με την τρύπια σκούφια του, που ζητάει ελεημοσύνη ... κι εσύ του την αρνήσαι, γιατί δεν τον πιστεύεις, θα βρει γι' απόψε, κάποιο απάγκιο να κοιμηθεί; Αυτόν; Εκείνον; Τον άλλον; Τους σκέφτηκες ποτέ; Όχι!
Μα...αλήθεια! Τι σκέφτηκες; Τι πρόλαβες να σκεφτείς; Και συ κι εγώ και ο άλλος;
....Ένα χαρτί λοιπόν κι ένα στυλό, με βοήθησε μες απ' την ευτυχία μου - που είναι το γράψιμο - να δω, την δυστυχία των άλλων. Θα μπορούσα να δω την ευτυχία, όμως απόψε δεν την βλέπω. Είναι τόση μεγάλη η δυστυχία!
Το σήριαλ συνεχίζεται και τα είκοσι τέσσερα γράμματα, της αλφαβήτου - που είχα την τύχη να μάθω, μετά από χρόνια πλύση εγκεφάλου απ' τον δάσκαλό μου - χορεύουν στον ρυθμό που τους δίνω εγώ. Υπακούν στο χέρι μου και ακολουθούν πιστά τις μπλε γραμμές, πάνω σ' αυτό το χαρτί. Το κοινό πάλι φωνάζει. Μα γιατί;
Όχι! τι βλέπω; Επαναστάτησαν; Δεν ακολουθούν πια, τις γραμμές; Άραγε, αλλάζουν οι έννοιες και οι προβληματισμοί, τώρα που το μολύβι και το χέρι, δεν υπακούν σ' αυτές; Το κοινό θα μου πει. Δεν ακούω τίποτα. Μόνο σιωπή. Γιατί;
Το τσιγάρο τελειώνει. Η ματιά μου πέφτει στο ρολόι του βίντεο και ο προβολέας τονίζει την ώρα μηδέν. Τα μάτια κλείνουν για δευτερόλεπτα και η σκέψη τρέχει.... βαθιά στη γνώση.
Μα....ναι! Θυμάται. Σημαίνει 24. Δηλαδή 12 ακριβώς, το βράδυ. Σημαίνει πως καινούργια μέρα ξημερώνει. Πώς δεν το σκέφτηκα; Τι με σόκαρε μόλις είδα το μηδέν; Η σκέψη καλπάζει. Ώρα μηδέν, ώρα μηδέν! Χτυπάει σαν καμπάνα στ' αυτιά μου. Κι όμως, το μάθαμε στην αριθμητική. Μόνο του σημαίνει, τίποτα! Αλλά αν του βάλλεις ένα άλλο νούμερο στην αρχή και προσθέσεις πολλά μηδενικά στο τέλος, σε κάνουν πλούσιο! Μόνο του όμως - είπαμε – σημαίνει, τίποτα!!!
Μηδέν λοιπόν. Υπήρξε αλήθεια ποτέ ή θα υπάρξει τέτοια ώρα; Μήπως ήταν πριν γεννηθώ; Μήπως είναι η στιγμή που έφερα στο κόσμο το πρώτο μου παιδί; Μήπως όταν ήρθε το δεύτερο; Η μήπως είναι εκείνη η ώρα που κλείνουν τα μάτια, σταματά η καρδιά και το λένε Τέλος; Όπως στα έργα, στην τηλεόραση.
Μήπως σημαίνει το τέλος της ζωής, της γριάς μάνας μου; Όχι αυτό το τέλος, δεν θέλω, να το σκέφτομαι.
Κλείνω τα μάτια και χαλαρώνω. Ναι! Το νιώθω. Κάπως έτσι θα είναι. Στο άπειρο. Κανένα πρόβλημα. Ούτε άγχος, ούτε λεφτά, ούτε αρρώστιες. Κανένα μίσος. Ίχνος αισθήματος. Δεν βλέπω τίποτα. Πρέπει ν' ανοίξω τα μάτια μου. Με τρομάζει η ώρα μηδέν. Ναι! Πρέπει να τ' ανοίξω. Δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω, με τα μάτια κλειστά. Το ρολόι επιμένει, να λέει, μηδέν.
Μα ...γιατί πάλι το κοινό, φωνάζει; Τι συμβαίνει; Μήπως σας κούρασα;
Λάθος; Ναι! Έχετε δίκιο! Το ρολόι λέει, μηδέν και δέκα! Το ρολόι κύλησε και μαζί του κι ο χρόνος. Μα τόσο γρήγορα; Άραγε, ποιος τρέχει πιο πολύ; Το ρολόι ή ο χρόνος; Αν φταίει το ρολόι, διορθώνεται. Μα αν τρέχει ο χρόνος, τι γίνεται; Πώς θα τον φτάσω; Πώς θα τον προλάβω; Σίγουρα όχι, κλείνοντας τα μάτια στη ζωή και κοιτάζοντας στο κενό, γεμάτη ερωτηματικά.
Το τσιγάρο έσβησε. Τι το ‘θελες το χαρτί και το μολύβι; Αφού το ξέρεις. Ο γιατρός θα πρότεινε για τις αϋπνίες σου, υπνωτικά χάπια που χαλαρώνουν, ξεκουράζουν, διώχνουν σκέψεις και προβληματισμούς.
Τι είπες; Προτιμάς το γράψιμο απ' τα χάπια; Δικό σου το πρόβλημα.
Πήρα χαρτί να γράψω... κι έγραψα. Κι όμως ηρέμησα. Τώρα μπορώ να πάω κι εγώ να κοιμηθώ. Να ξεκουράσω το κορμί και το μυαλό μου.
Έτσι η παράσταση τελείωσε. Αυτή τη φορά μου βγήκε μελόδραμα. Γέμισαν πολλές σελίδες, από μουντζούρες και καλικαντζαράκια, που είχαν την τύχη να τα λένε γράμματα της αλφαβήτου, της Ελληνικής γλώσσας!

ΤΙΤΛΟΙ

Συνολικές προβολές σελίδας