....η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται!

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή, Φεβρουαρίου 18, 2007

Απόσπασμα απ' το παιδικό

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΓΡΑΨΑΝ ΠΑΙΔΙΑ

-Τί ωραίο που είναι! φώναξε ο Πάνος.
-Μη φωνάζεις Πάνο, θα μας ακούσει η μαμά.
-Δεν φωνάζω, είπε ο Πάνος ενώ ξέχασε το δικό μου <<απαγορεύεται>> και χαίδευε το γατάκι που το κρατούσε αγκαλιά η Αρτεμις.
-Αντε Αννα. Βαρέθηκα να σε περιμένω. Κοίτα! Του έκανα τη φωλιά του, μέχρι νά' ρθεις.
Η Αρτεμις είχε βρει το πιό ιδανικό μέρος. Σε μια γωνιά του κήπου υπάρχει ένας θάμνος και ένα αναρυχώμενο λουλούδι που κοντά στη ρίζα είναι πολύ φυλλωμένο. Ηταν ότι έπρεπε για φωλιά -κρυψώνα και η Αρτεμις την βρήκε. Οχι μόνο την βρήκε αλλά την είχε ετοιμάσει κι όλας.
-Πού τα βρήκες τα κουρέλια; ρώτησε η Αννα.
-Δόξα τον Θεό! από κουρέλια.... έχουμε πολλά! Τα πήρα απ' το σπίτι όσο ήσουν πάνω. Αλήθεια, γιατί άργησες;
-Μέχρι να συννενοηθώ με τον Πάνο... είπε η Αννα κοιτάζοντάς τον.
-Γιατί ρε, Αννα; Εχεις παράπονο; Δεν σε βοήθησα;
-Ελα, παραπονιάρη. Με βοήθησες. Και πολύ μάλιστα. Αν δεν ξεγελούσες τη μαμά πώς θα έπαιρνα το κουτί με το γάλα;
-Αλήθεια! Γιατί πήρες ολόκληρο το κουτί; ρώτησε η Αρτεμις απορημένη.
-Είχε πολλά στο ντουλάπι και δεν θα το καταλάβει η μαμά.
-Και πώς θα τ' ανοίξουμε; ρώτησε η Αρτεμις, όταν είδε πως το κουτί ήταν κλειστό.
-Ξέρω εγώ, είπε ο Πάνος που είναι πολύ καλός στα μαστορικά. Αμέσως έτρεξε και βρήκε μια σουβλερή πέτρα και με την βοήθεια μιας άλλης πέτρας, άνοιξε το κουτί.
-Ωραία, είπε η Αννα βάζοντας γάλα στο μπιμπερό της κούκλας, γεμίζοντας και την μικρή κατσαρόλα της. Αυτό γι' απόψε κι αυτό για αύριο. Κι αυτό για σένα, είπε γυρίζοντας προς το μέρος της Αρτεμις.
-Για μένα; ρώτησε εκείνη ξαφνιασμένη.
-Εσύ δεν είπες ότι δεν έχετε γάλα; Είναι δικό σου. Αλλωστε εγώ δεν μπορώ να το πάρω πάλι πάνω και αν τ’ αφήσουμε χωρίς ψυγείο, θα χαλάσει, είπε η Αννα.
-Ευχαριστώ πολύ, είπε η Αρτεμις ντροπαλά και χαρούμενα, ξαπλώνοντας το γατάκι στη φωλιά του.
-Νηστικό το βάζεις να κοιμηθεί; ρώτησε απορημένος ο Πάνος.
-Οχι. Θα το ταίσουμε με το μπιμπερό, ενώ θα είναι ξαπλωμένο για να το ξεγελάσουμε. Θα νομίζει ότι τρώει το γάλα της μαμάς του, είπε η Αρτεμις και φαίνεται πως είχε δίκιο. Το γατάκι ήπιε όλο το γάλα και κοιμήθηκε. Η Αρτεμις το σκέπασε να μην κρυώνει, ύστερα το κοίταξαν και οι τρεις λέγοντας:
-Καληνύχτα γατάκι. Αύριο πάλι.
Το γατάκι δεν τους απάντησε. Κοιμόταν χορτάτο και ήσυχο πια που βρισκόταν σε καλά χέρια. Στα χέρια των τριών παιδιών που ήξεραν ν' αγαπούν και να δίνουν ζωή με τις λίγες γνώσεις τους.
-Αρτεμη, το πρωί ραντεβού εδώ, είπε η Αννα. Εγώ θα του φέρω γάλα κι εσύ που ξυπνάς νωρίτερα θα το κρατήσεις συντροφιά. Αν θέλεις, έλα να ξυπνήσεις και μένα. Ο μπαμπάς και η μαμά θα είναι στη δουλειά.
-Τί ώρα Αννα; Στις οκτώ είναι καλά;
-Καλύτερα στις εννιά, απάντησε η Αννα σκεφτόμενη τον πρωινό ύπνο.
-Εμένα να μη με ξυπνήσετε πρωί. Αλλωστε το πρωί δεν με χρειάζεστε. Μπορείτε να πάρετε όσο γάλα θέλετε αφού θα λείπει η μαμά, συμπλήρωσε κι ο Πάνος σκεφτόμενος κι αυτός, τον πρωινό του ύπνο και συνέχισε:
-Καληνύχτα γατάκι και όνειρα γλυκά.
-Καληνύχτα Αρτεμη, είπε η Αννα.
-Καληνύχτα Αρτεμη και μη ξεχάσεις να πλύνεις τα χέρια σου μόλις πας σπίτι. Το γάλα δεν το πήρες; την ρώτησε ο Πάνος βλέποντας να μην κρατάει τίποτα στα χέρια της.
-Το πήρα.
-Πού είναι;
-Το έβαλα στην τσέπη μου για να το μοιραστώ με τ'αδέρφια μου, είπε η Αρτεμις φεύγοντας.
Τα δυο αδέρφια κοιτάχτηκαν. Κατάλαβαν πόσα πράγματα στερείται η Αρτεμις, λόγω της φτώχειας της, αλλά και πόσο πολύ αγαπάει τ' αδέλφια της.
-Κι εμείς το πετάμε Πάνο, είπε η Αννα.
-Οχι εγώ. Εσύ δεν πίνεις όλη την κούπα.
-Εσύ που δεν πίνεις κάθε μέρα, είσαι καλύτερος;
-Ευτυχώς που δεν είμαστε φτωχοί Αννα, είπε ο Πάνος σοβαρός και ανέβηκαν στο σπίτι.

ΤΙΤΛΟΙ

Συνολικές προβολές σελίδας