....η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται!

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή, Φεβρουαρίου 18, 2007

Τα μάτια του γιού μου. Τα μάτια μου!

26/6/99 ξημ. 2 και 25 Σάββατο
Δεν την πιστεύω αυτή τη λαχτάρα που έπαθα με τον Τάσο απόψε, με τίποτα! Μιλούσαμε, γελούσαμε. Πήγα τουαλέτα. Κάποιος φώναζε απ’ έξω. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Τελείωσα γρήγορα και είπα: «άνοιξε».
Ανοίγει η πόρτα και βλέπω τον Τάσο με μαύρο πρόσωπο, κατάλευκα δόντια, σαν αράπης! Νόμισα ότι μόνος του το έκανε για πλάκα.
-Μαμά, με καίνε τα μάτια μου……. Ήταν ανεξίτηλος. Έσκασε μόνος του.
Εννοούσε ότι έσκασε ο χοντρός μαύρος μαρκαδόρος, ο ανεξίτηλος που γράφω στις σακούλες που βάζω στην κατάψυξη.
Άνοιξα τη βρύση του νιπτήρα. Έβρεξα τα μάτια του, του έδωσα βαμβάκι.
Τρελάθηκα! Γελούσε και γελούσα. Μέσα μας όμως κλαίγαμε και οι δυο. Ο Τάσος μέσα του φοβόταν μη μείνει για πάντα έτσι κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω.
-Με καίει το πρόσωπό μου. Με σφίγγει.
-Περίμενε να φέρω μία κρέμα.
Πήγα και ξύπνησα τον Δημήτρη, απαλά. Του είπα τι έγινε. Νευρίασε. «Τι, πως και γιατί, τέτοια ώρα με τους μαρκαδόρους παίζουμε» και τα σχετικά. Του είπα να μείνει στ’ αυγά του και να μη μιλήσει καθόλου στο παιδί. Τέτοια στιγμή τα νεύρα του δε θα βοηθούσαν.
Παιδευτήκαμε πολύ με τον Τάσο. Τρίβαμε και οι δυο το πρόσωπό του, πολύ ώρα. Αν δεν παρέμεινε μαύρο, είχαμε εξασφαλίσει το κόκκινο για Σαββατοκύριακο. Γελούσαμε και οι δυο μας, τάχα το διασκεδάζαμε, αλλά μέσα μας κλαίγαμε. Το έδειχνε ο καθρέφτης μπροστά μας. Φαινόταν στα μάτια μας.
Τελικά τώρα, καθάρισε το πρόσωπό του. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, δεν ξέρω πόσες κρέμες, οινοπνεύματα, βαμβάκια τελειώσαμε, εκείνο που ξέρω είναι ότι τώρα το παιδί μου ηρέμησε και γελάει αληθινά.
Εγώ λέω, Θεέ μου σ' ευχαριστώ που ήταν μέχρι εκεί. Ο Δημήτρης τελικά σηκώθηκε και ρώταγε «και γιατί και πως», προσπάθησε να καθαρίσει το πάτωμα, δεν καθάριζε, τελικά το έξυσα εγώ με μαχαίρι και καθάρισε ο λεκές της μελάνης.
Τον κατσάδιασα γιατί δεν μας έφτανε η λαχτάρα που περάσαμε, είχαμε και τις παρατηρήσεις του ν' αντέξουμε. Του είπα να ξαπλώσει και τώρα περιμένω τον Τασούλη μου, να βγει απ’ το μπάνιο, τάχα, να γελάσουμε με το περιστατικό.

Ώρα 3 παρά 25 ξημ. Σαββάτου.
Κι όμως συμβαίνουν! Κρύβω το ημερολόγιο, αν και μόνος του μου είπε κάποια στιγμή:
«Δεν έχουμε φιλμ. Κρίμα!»
Αργότερα του είπα ότι έχουμε. Ποτέ μου δε θα έβγαζα φωτογραφία το παιδί μου σε μια τέτοια φάση που γελούσε ξεκαρδιστικά, όμως μέσα του έκλαιγε και φοβόταν ότι θα μείνει το πρόσωπό του, για πολύ καιρό έτσι.
-Πάνε οι διακοπές μου! είπε κάποια στιγμή. Πού θα με πάτε έτσι;
Τώρα κλαις ή γελάς Κατερίνα; Και τα δυο.

3 παρά τέταρτο. Δε βγήκε ακόμα απ’ το μπάνιο. Τρίβει τα μαύρα φρύδια και τις μαύρες βλεφαρίδες του. Δεν του αρέσουν. Του θυμίζουν γυναίκα.
Βράζω χαμομήλι για να βάλλει, μην ερεθιστούν τα μάτια του. Τα μάτια του παιδιού μου. Τα μάτια του γιου μου. Τα μάτια μου!

ΤΙΤΛΟΙ

Συνολικές προβολές σελίδας